Friday, July 11, 2014

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: ΟΧΤΩ ΟΧΤΑΣΤΙΧΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΡΟ






ΟΧΤΩ ΟΧΤΑΣΤΙΧΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΡΟ 





1. ΜΕΤΑΠΛΑΣΗ

Ο ουρανός –είπε– δεν είναι καμπύλος· επίπεδος είναι·
περπατώ πάνω του· ο χαρταϊτός είναι γιός μου·
τό ’να φτερό μου είναι κίτρινο, τ’ άλλο μενεξεδένιο·
με το μικρό μου δάχτυλο ακουμπώ στο συρματόπλεγμα·
μες στον καφέ μου ανάστροφες τρεις πορφυρές πυραμίδες·
ένα φεγγάρι-κιθάρα, μια κουκουβάγια-έρωτας·
έκθαμβο χελιδόνι βγαίνει απ’ τη ρωγμή του δαμάσκηνου –
η Μοίρα, ο Μιρό, η Ερημιά, ο Καθρέφτης-ευλογία.




2. ΜΟΡΦΗ ΣΙΩΠΗΣ

Ένα πράσινο αστέρι, ένα μπλε, το ρουμπινί, το μαύρο·
τό ’να σου μάτι στα πουλιά, τ’ άλλο στα κόκκινα·
η σιδεροδεσιά σε φύλλα, φύλλα κι άλλα φύλλα·
το κίτρινο στη σωστή του θέση που την ξέρει μονάχα
ο Θεός κι ο Μιρό. Εγώ είμαι ο πρώτος φίλος –είπε–
κρατώ απ’ τη μασχάλη το μικρό, μαλακό σύννεφο,
περνάμε λυπημένα το λόφο. Το χρυσό μαχαίρι
το σφίγγω στα δόντια μου. Η σιωπή μιλημένη με χρώμα.




3. ΕΝΟΤΗΤΑ

Αυτές οι πέτρες, τα τζάμια, τα κομμένα μέλη –
πού ενώνονται; και πώς; Απ’ το μαύρο στο κόκκινο,
απ’ το κόκκινο στο δεύτερο μαύρο, – αέρας· έτσι.
Ένας σπάγκος ριγμένος στο απέραντο – σπείρα, θηλιά·
ο σπάγκος κάνει πως κοιτάει αλλού (καλλίγραμμος τάχα),
ο σπάγκος προχωράει ευθύβολος, δυνατά κρατημένος
απ’ τ’ αδελφό χέρι του Μιρό. Έρωτας είναι πάνω
κι ο χρόνος κάτω, η ιστορία, τα καρφιά, η τανάλια.




4. Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΚΙ Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

Όταν η γνώση επιστρέφει στην αθωότητα – τί βουβή νίκη.
Η τσαγέρα με τον Άγγελο κρυμμένον στον ατμό της,
ο θαυματοποιός βγάζοντας απ’ το στόμα του κυανές ταινίες,
εννιά περιστέρια, ένα μπουκάλι σόδα· τις φυσαλίδες,
αυτές τις υπόχρυσες, τις πιάνουν στον αέρα
τα εφτά τιμωρημένα παιδιά  κι αμέσως ξεχνάνε
το μηδέν στο τετράδιο, στην πόρτα, στον τοίχο· ξεχνιούνται
μες στο αγαθό το χρώμα που από μόνο του μάχεται την
  αδικία.




5. ΖΩΑ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΤΡΟΦΕΣ

Τα ζώα να μου τα προσέχεις (κι ας είναι η γάτα θυμωμένη),
να μου προσέχεις το θλιμμένο γάβγισμα του σκύλου στη
  ντουλάπα
και του άλλου σκύλου, του ανήκουστου, μέσα στο πιο βαθύ
  φεγγάρι,
την ώρα που οι γυναίκες προχωρούν κάτω απ’ τον ίσκιο των
  μαλλιών τους
με το ένα κομμένον μαστό τους στ’ αριστερό τους χέρι –
Ω φιλντισένιο, εκστατικό μου κύπελλο, ν’ αρμέγω άστρα
για το βρέφος του έρωτα, για τ’ όνειρο, για τις τεφροδόχες,
γιατί χωρίς αυτό το γάλα θά ’χαμε από πριν πεθάνει.




6. ΕΠΕΚΤΑΣΗ

Το μυστικό της κύησης βαθιά βαθιά στη μήτρα του θανάτου,
τί καλά που το ξέρουν τα πουλιά σου κι ο λαγός σου με το ένα
  αυτί του
τεντωμένο προς τη σιωπή, και το μονόφθαλμο ψάρι σου, κι ο
  πετεινός σου
επάνω στο τραπέζι με το μύλο του καφέ· το ξέρει και το άσπρο
φεγγάρι σου στη λεύκα. Ένα ολόκληρο απόγευμα αργό
πηγμένο στον καθρέφτη του αγροκτήματος. Κι εγώ να κοιτάω
το χέρι σου, Μιρό, (χρυσό πλατανόφυλλο, χειρόκτιο ή
  πεντάλφα,
γροθιά ή θωπεία) ν’ αγγίζει γαλήνια το χέρι του Θεού.




7. ΧΡΕΟΣ

Μιρό, σου χρωστάω αυτά τα δύο ανόμοια-όμοια χρώματα
στην πάνω αριστερή γωνία του αόρατου κίτρινου (όχι κίτρινο,
μάλλον αχνά πορτοκαλί – όπως είναι το αόρατο πάντα)
και το φτωχό βαζάκι της μουστάρδας, που σηκώθηκε η μητέρα,
άρρωστη, με 40 πυρετό, όταν έλειπαν όλοι, κι έβαλε μέσα
δυό ερημικά λουλούδια, κι άξαφνα τα λουλούδια
  πολλαπλασιάστηκαν,
ευώδιασε το σπίτι ολόκληρο ώς έξω στον πολυάσχολο δρόμο,
γιατί ’ταν η λησμονημένη εορτή των Ηρώων και των μαρτύρων.



 8. ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

Θά ’χαν το λόγο τους, βέβαια, οι ελιές, η βροχή, οι αμπελώνες,
οι πέτρες, οι ρίζες, κάθε φύλλο, τα εργαλεία, η σκάφη, το πριόνι,
το πιο γαλάζιο μέσα στη στέρνα, κι η πιτζάμα με το ουράνιο
  τόξο.
Και πλάταινε μες στον κόσμο το Montroig αλλάζοντας
σε μια μόνη καμπάνα τον υπόγειο οργασμό ώς μέσα στη νύχτα
τη διαλυμένη μέσα στις γυναίκες, κι ο γυναίκες μέσα στη νύχτα,
ώς τη μεγάλη αστήρικτη σκάλα· ω, ναι, Μιρό, τη σκάλα
τη μετέωρη στο άπειρο που την ανεβαίνει ολόγυμνη η
  ελευθερία.



                  <Αθήνα, Σάμος, 1973>



Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος: «Ποιήματα», τ. ΙΑ΄, Κέδρος, Αθήνα 1993, σελ. 141-144.

Saturday, June 28, 2014

CÉSAR CANTONI




ELEGÍAS DEL RÍO COLOR DE LEÓN


    Primogénita ilustre del Plata,
    En solar apertura hacia el Este,
    Donde atado a tu cinta celeste
    Va el gran río color de león.
        Leopoldo Lugones, A Buenos Aires


1. Bajo un cielo brillante

Bajo un cielo brillante, se demora el río.
La marea empuja la resaca hasta la orilla,
donde la arena, negra de petróleo,
huele a petróleo y peces muertos.
Es un día de calor, sitiado por las moscas.
Muchachos con el torso tatuado y chicas en bikini
toman baños de sol en islotes mugrientos.


2. Vienen de zonas aledañas

Vienen de zonas aledañas y acampan junto al río.
Traen bolsos con vituallas, una radio, una sombrilla.
Tendidos en la arena, se divierten bromeando,
mientras leen revistas ajadas o juegan a los naipes.
El aire es pesado como de costumbre 
y el agua parece bullir en charcas y arroyuelos.
Cuando el sol de la tarde todavía está alto,
ellas preparan los sandwiches, ellos destapan la cerveza.
Luego comen, beben, se emborrachan.
Uno enciende la radio, pone música;
todos bailan a un tiempo, bañados en sudor.


3. Un perro atraviesa la playa

Atardece. Un perro atraviesa la playa solitaria.
En la orilla, el agua refleja la tristeza de los sauces.
Pescadores que entraron a caballo en el río
vuelven ahora con las redes cargadas: sábalos y dorados.
Desvanecido sobre los techos indigentes,
el sol es un ojo de pez que interroga a Dios. 


4. Apenas la antorcha de la luna

La noche es profunda y oscura río adentro.
Apenas la antorcha de la luna alumbra la corriente.
Extraviada, entre forros usados y detritos,
una canoa golpea contra la escollera.


5. Con indómita furia

Muchas veces, el río es un monstruo temible,
un Leviatán que arrolla y destruye lo que encuentra:
rampas, diques de piedra, muelles enmohecidos...
Con indómita furia, arranca de cuajo postes y carteles,
anega las calles, inunda las casas de los lugareños,
se lleva animales, colchones, zapatillas,
los sueños de todos, la esperanza... 
Finalmente, regresa sin apremio a su cauce,    
convertido en doméstica criatura.
Sólo entonces devuelve a los ahogados.


6. En los días luminosos

Desde aquí, en los días luminosos,
se puede ver Colonia, me decía mi madre.
Algunos cuentan que la vieron. O creen que la vieron,
a fuerza de repetir la misma historia imaginaria.
Colonia: una ciudad al alcance de los sueños
para la gente humilde de esta orilla
que trafica con puertos de ficción.


7. Yo zambullí mi infancia

Yo zambullí mi infancia en este río.
En este río, amé a una mujer más grande que el deseo.
¿Será por eso que mi voz es turbia
como las aguas que ahora conjuran la memoria?


    Playas de Punta Lara, diciembre de 2010

************


PASOLINI EN NUEVA YORK


1

En la foto, usted aparece en primer plano
paseando por una calle neoyorquina. A su espalda,
la ciudad se yergue altiva y desafiante.
Sujeto a una columna de alumbrado,
luce un cartel que advierte: "No right turn".
Un auto, del que sólo se ve la trompa,
se apresta a cruzar la bocacalle.
La gente camina ligeramente abstraída
y pocos parecen reparar en torno.
Sin duda, es el atardecer de un día nublado y frío.
EI viento agita con fuerza su impermeable abierto
y usted mira a la lente como inquiriendo algo.


2

Corren los años 60 en la foto y en el mundo.
Hay un insoslayable magnetismo de época
—¿Por qué renegar de la nostalgia?— en esa calle
atestada de comercios que atiza la memoria.
Entonces, yo era joven y bello. (Recuerdo que molestaba
a las muchachas.) Iba a la escuela católica
y rezaba al dios de los estigmas.
La muerte, tan lejana, no podía tocarme,
y todos mis amigos, maliciosos e ignaros,
se sentían igualmente inmortales.
Entonces, era lícito soñar.
Y usted soñaba cambiar algunas cosas.


3

Vuelvo a mirar ahora la borrosa foto,
publicada hace tiempo en una revista de poesía,
y, momentáneamente, me pongo en su piel ante la
   cámara.
Por esas horas, el mundo ofrece la imagen
de un gallinero alborotado; algo, que desconcierta
a los incautos, quiere nacer de un huevo.
La historia, pues, amaga girar sobre sí misma
y usted es un bárbaro en la Gran Manzana,
un alma primitiva y soledosa; tiene el brillo
del sol septentrional en las pupilas
y habla el dialecto de los ríos friulanos.
Aunque ha madurado hasta el dolor,
guarda, en el fondo, la pureza y el ardor de un niño,
un niño que ha elegido ser libre y, a menudo,
da cuenta de su profunda rebeldía.


4

EI día declina y Nueva York se aferra aún
a su ajetreo diurno. Casi excluido de la foto,
un cielo bajo semeja apoyarse sobre las terrazas.
Seguramente, usted ya ha descubierto la ciudad:
ha viajado en el Metro y en autos de alquiler,
ha entrado en bares y en grandes restaurantes,
ha recorrido shoppings y supermercados,
ha comprado en negocios del Soho
y en las tiendas de la calle Lexington,
ha visitado museos y galerías de arte,
ha dormido en hoteles lujosos
y se ha contemplado en sus espejos,
ha estado en Broadway y en el World Trade Center,
pero no se ha dejado sobornar, entonces,
por ninguna promesa consumista,
ningún fulgor nacido de las bondades del mercado.


5

Miro una vez más la foto con detenimiento.
Luego alzo los ojos y me quedo inmóvil,
acodado sobre el vidrio de mi escritorio.
Un tiempo irrepetible ha muerto.
Incluso, para sorpresa de los espectadores,
usted abandonó la escena prematuramente,
apaleado por un pillo en un balneario de Ostia,
cuando aún era posible tener una certeza.
EI viejo mundo, por si falta decirlo, no ha cedido.
Sus cimientos probaron que pueden soportar, airosos,
el peso de los sueños. Como antes, todo está por hacerse.
La primavera estalla ahora en mi ventana,
los geranios prorrumpen tiemamente en flor
y las parvas gallinas vuelven a empollar sus huevos:
signo de una fe rediviva que enseña la perseverancia.


Thursday, June 26, 2014

ΠΩΛ ΕΛΥΑΡ




PAUL ELUARD


LE TRAVAIL DY PEINTRE

          A Picasso

I

Entoure ce citron de blanc d'œuf informe
Enrobe ce blanc d'œuf d'un azur souple et fin
La ligne droite et noire a beau venir de toi
L'aube est derrière ton tableau

Et des murs innombrables croulent
Derrière ton tableau et toi l'oeil fixe
Comme un aveugle comme un fou
Tu dresses une haute épée vers le vide

Une main pourquoi pas une seconde main
Et pourquoi pas la bouche nue comme une plume
Pourquoi pas un sourire et pourquoi pas des larmes
Tout au bord de la toile où jouent les petits clous

Voici le jour d'autrui laisse aux ombres leur chance
Et d'un seul mouvement des paupières renonce


II

Tu dressais une haute épée
Comme un drapeau au vent contraire
Tu dressais ton regard contre l'ombre et le vent
Des ténèbres confondantes

Tu n'as pas voulu partager
II n'y a rien à attendre de rien
La pierre ne tombera pas sur toi
Ni l'éloge complaisant

Dur contempteur avance en renonçant
Le plaisir naît au sein de ton refus
L'art pourrait être une grimace
Tu le réduis à n'être qu'une porte

Ouverte par laquelle entre la vie


III

Et l'image conventionnelle du raisin
Posé sur le tapis l'image
Conventionnelle de l'épée

Dressée vers le vide point d'exclamation
Point de stupeur et d'hébétude
Qui donc pourra me la reprocher

Qui donc pourra te reprocher la pose
Immémoriale de tout homme en proie à l'ombre
Les autres sont de l'ombre mais les autres portent
Un fardeau aussi lourd que le tien
Tu es une des branches de l'étoile d'ombre
Qui détermine la lumière

Ils ne nous font pas rire ceux qui parlent d'ombre
Dans les souterrains de la mort
Ceux qui croient au désastre et qui charment leur mort

De mille et une vanités sans une épine
Nous nous portons notre sac de charbon
A l'incendie qui nous confond


IV

Tout commence par des images
Disaient les fous frères de rien
Moi je relie par des images
Toutes les aubes au grand jour

J'ai la meilleure conscience
De nos désirs Sa sont gentils

Doux et violents comme des faux
Dans l'herbe tendre et rougissante

Aujourd'hui nous voulons manger
Ensemble ou bien jouer et rire
Aujourd'hui je voudrais aller
En U. R. S. S. ou bien me reposer

Avec mon cœur à l'épousée
Avec le pouvoir de bien faire
Et l'espoir fort comme une gerbe
De mains liées sur un baiser


V

Picasso mon ami dément
Mon ami sage hors frontières
II n'y a rien sur notre terre
Qui ne soit plus pur que ton nom

J'aime à le dire j'aime à dire
Que tous tes gestes sont signés
Car à partir de là les hommes
Sont justifiés à leur grandeur

Et leur grandeur est différente
Et leur grandeur est tout égale
Elle se tient sur le pavé
Elle se dent sur leurs désirs


VI

Toujours c'est une affaire d'algues
De chevelures de terrains
Une affaire d'amis sincères
Avec des fièvres de fruits mûrs

De morts anciennes de fleurs jeunes
Dans des bouquets incorruptibles
Et la vie donne tout son cœur
Et la mort donne son secret

Une affaire d'amis sincères
A travers les âges parents
La création quotidienne
Dans le bonjour indifférent


VII

Rideau il n'y a pas de rideau
Mais quelques marches à monter

Quelques marches à construire
Sans fatigue et sans soucis
Le travail deviendra un plaisir
Nous n'en avons jamais douté nous savons bien
Que la souffrance est en surcharge et nous voulons
Des textes neufs des toiles vierges après l'amour

Des yeux comme des enclumes
La vue comme l'horizon
Des mains au seuil de connaître
Comme biscuits dans du vin

Et le seul but d'être premier partout
Jour partagé caresse sans degré
Cher camarade à toi d'être premier
Dernier au monde en un monde premier

Friday, June 6, 2014

JOHANN WOLFGANG VON GOETHE: RÖMISCHE ELEGIEN




JOHANN WOLFGANG VON GOETHE (1749-1932)


RÖMISCHE ELEGIEN


    Wie wir einst so glücklich waren,
    Müssens jetzt durch euch erfahren.

I.

Saget, Steine, mir an, o sprecht, ihr hohen Paläste!
   Straßen, redet ein Wort! Genius, regst du dich nicht?
Ja, es ist alles beseelt in deinen heiligen Mauern,
   Ewige Roma; nur mir schweiget noch alles so still.
O wer flüstert mir zu, an welchem Fenster erblick ich
   Einst das holde Geschöpf, das mich versengt und erquickt?
Ahn’ ich die Wege noch nicht, durch die ich immer und immer,
   Zu ihr und von ihr zu gehn, opfre die köstliche Zeit?
Noch betracht’ ich Kirch’ und Palast, Ruinen und Säulen,
   Wie ein bedächtiger Mann schicklich die Reise benutzt.
Doch bald ist es vorbei; dann wird ein einziger Tempel,
   Amors Tempel nur sein, der den Geweihten empfängt.
Eine Welt zwar bist du, o Rom; doch ohne die Liebe
   Wäre die Welt nicht die Welt, wäre denn Rom auch nicht Rom.


 II.

Ehret, wen ihr auch wollt! Nun bin ich endlich geborgen!
   Schöne Damen und ihr, Herren der feineren Welt;
Fraget nach Oheim und Vettern und alten Muhmen und Tanten;
   Und dem gebundnen Gespräch folge das traurige Spiel.
Auch ihr übrigen fahret mir wohl, in großen und kleinen
   Zirkeln, die ihr mich oft nah der Verzweiflung gebracht,
Wiederholet, politisch und zwecklos, jegliche Meinung,
   Die den Wandrer mit Wut über Europa verfolgt.
So verfolgte das Liedchen Malbrough den reisenden Briten
   Einst von Paris nach Livorn, dann von Livorno nach Rom,
Weiter nach Napel hinunter; und wär’ er nach Smyrna gesegelt,
   Malbrough! empfing ihn auch dort, Malbrough! im Hafen das Lied.
Und so mußt’ ich bis jetzt auf allen Tritten und Schritten
   Schelten hören das Volk, schelten der Könige Rat.
Nun entdeckt ihr mich nicht sobald in meinem Asyle,
   Das mir Amor der Fürst, königlich schützend, verlieh.
Hier bedecket er mich mit seinem Fittich; die Liebste
   Fürchtet, römisch gesinnt, wütende Gallier nicht;
Sie erkundigt sich nie nach neuer Märe, sie spähet
   Sorglich den Wünschen des Manns, dem sie sich eignete, nach.
Sie ergötzt sich an ihm, dem freien, rüstigen Fremden,
   Der von Bergen und Schnee, hölzernen Häusern erzählt;
Teilt die Flammen, die sie in seinem Busen entzündet,
   Freut sich, daß er das Gold nicht wie der Römer bedenkt.
Besser ist ihr Tisch nun bestellt; es fehlet an Kleidern,
   Fehlet am Wagen ihr nicht, der nach der Oper sie bringt.
Mutter und Tochter erfreun sich ihres nordischen Gastes,
   Und der Barbare beherrscht römischen Busen und Leib.


 III.

Laß dich, Geliebte, nicht reun, daß du mir so schnell dich ergeben!
   Glaub’ es, ich denke nicht frech, denke nicht niedrig von dir.
Vielfach wirken die Pfeile des Amor: einige ritzen,
   Und vom schleichenden Gift kranket auf Jahre das Herz.
Aber mächtig befiedert, mit frisch geschliffener Schärfe
   Dringen die andern ins Mark, zünden behende das Blut.
In der heroischen Zeit, da Götter und Göttinnen liebten,
   Folgte Begierde dem Blick, folgte Genuß der Begier.
Glaubst du, es habe sich lange die Göttin der Liebe besonnen,
   Als im Idäischen Hain einst ihr Anchises gefiel?
Hätte Luna gesäumt, den schönen Schläfer zu küssen,
   O, so hätt’ ihn geschwind, neidend, Aurora geweckt.
Hero erblickte Leandern am lauten Fest, und behende
    Stürzte der Liebende sich heiß in die nächtliche Flut.
Rhea Silvia wandelt, die fürstliche Jungfrau, der Tiber
   Wasser zu schöpfen, hinab, und sie ergreifet der Gott.
So erzeugte sich Mars zwei Söhne! – die Zwillinge tränket
   Eine Wölfin, und Rom nennt sich die Fürstin der Welt.


 IV.

Fromm sind wir Liebende, still verehren wir alle Dämonen,
   Wünschen uns jeglichen Gott, jegliche Göttin geneigt.
Und so gleichen wir euch, o römische Sieger! Den Göttern
   Aller Völker der Welt bietet ihr Wohnungen an,
Habe sie schwarz und streng aus altem Basalt der Ägypter,
   Oder ein Grieche sie weiß, reizend, aus Marmor geformt.
Doch verdrießet es nicht die Ewigen, wenn wir besonders
   Weihrauch köstlicher Art Einer der Göttlichen streun.
Ja, wir bekennen euch gern: es bleiben unsre Gebete,
   Unser täglicher Dienst Einer besonders geweiht.
Schalkhaft, munter und ernst begehen wir heimliche Feste,
   Und das Schweigen geziemt allen Geweihten genau.
Eh’ an die Ferse lockten wir selbst durch gräßliche Taten,
   Uns die Erinnyen her, wagten es eher, des Zeus
Hartes Gericht am rollenden Rad und am Felsen zu dulden,
   Als dem reizenden Dienst unser Gemüt zu entziehn.
Diese Göttin, sie heißt Gelegenheit! lernet sie kennen!
   Sie erscheinet euch oft, immer in andrer Gestalt.
Tochter des Proteus möchte sie sein, mit Thetis gezeuget,
   Deren verwandelte List manchen Heroen betrog.
So betrügt nun die Tochter den Unerfahrnen, den Blöden:
   Schlummernde necket sie stets, Wachende fliegt sie vorbei;
Gern ergibt sie sich nur dem raschen, tätigen Manne.
   Dieser findet sie zahm, spielend und zärtlich und hold.
Einst erschien sie auch mir, ein bräunliches Mädchen, die Haare
   Fielen ihr dunkel und reich über die Stirne herab.
Kurze Locken ringelten sich ums zierliche Hälschen,
   Ungeflochtenes Haar krauste vom Scheitel sich auf.
Und ich verkannte sie nicht, ergriff die Eilende, lieblich
   Gab sie Umarmung und Kuß bald mir gelehrig zurück.
O wie war ich beglückt! – Doch stille, die Zeit ist vorüber,
   Und umwunden bin ich, römische Flechten, von euch.


 V.

Froh empfind’ ich mich nun auf klassischem Boden begeistert,
   Vor- und Mitwelt spricht lauter und reizender mir.
Ich befolg’ den Rat, durchblättre die Werke der Alten
   Mit geschäftiger Hand, täglich mit neuem Genuß.
Aber die Nächte hindurch hält Amor mich anders beschäftigt;
   Werd’ ich auch halb nur gelehrt, bin ich doch doppelt beglückt.
Und belehr’ ich mich nicht, wenn ich des lieblichen Busens
   Formen spähe, die Hand leite die Hüften hinab.
Dann versteh’ ich den Marmor erst recht: ich denk’ und vergleiche,
   Sehe mit fühlendem Aug’, fühle mit sehender Hand.
Raubt die Liebste denn gleich mir einige Stunden des Tages;
   Gibt sie Stunden der Nacht mir zur Entschädigung hin.
Wird doch nicht immer geküßt, es wird vernünftig gesprochen,
   Überfällt sie der Schlaf, lieg’ ich und denke mir viel.
Oftmals hab’ ich auch schon in ihren Armen gedichtet
   Und des Hexameters Maß leise mit fingernder Hand,
Ihr auf den Rücken gezählt. Sie atmet in lieblichem Schlummer
   Und es durchglühet ihr Hauch mir bis ins Tiefste die Brust.
Amor schüret die Lamp’ indes und denket der Zeiten,
   Da er den nämlichen Dienst seinen Triumvirn getan.


 VI.

»Kannst du, o Grausamer! mich in solchen Worten betrüben?
   Reden so bitter und hart liebende Männer bei euch?
Wenn das Volk mich verklagt, ich muß es dulden! und bin ich
   Etwa nicht schuldig? Doch ach! Schuldig nur bin ich mit dir!
Diese Kleider, sie sind der neidischen Nachbarin Zeugen;
   Daß die Witwe nicht mehr einsam den Gatten beweint.
Bist du ohne Bedacht nicht oft bei Mondschein gekommen,
   Grau, im dunklen Surtout, hinten gerundet das Haar?
Hast du dir scherzend nicht selbst die geistliche Maske gewählet?
   Soll’s ein Prälate denn sein  -  gut, der Prälate bist du!
In dem geistlichen Rom, kaum scheint es zu glauben, doch schwör ich:
   Nie hat ein Geistlicher sich meiner Umarmung gefreut.
Arm war ich leider! und jung, und wohl bekannt den Verführern,
   Falconieri hat mir oft in die Augen gegafft,
Und ein Kuppler Albanis mich mit gewichtigen Zetteln
   Bald nach Ostia, bald nach den vier Brunnen gelockt.
Aber wer nicht kam, war das Mädchen. So hab ich von Herzen
   Rotstrumpf immer gehaßt und Violettstrumpf dazu.
Denn ,ihr Mädchen bleibt am Ende doch die Betrognen’
   Sagte der Vater, wenn auch leichter die Mutter es nahm.
Und so bin ich denn auch am Ende betrogen! Du zürnest
   Nur zum Scheine mit mir, weil du zu fliehen gedenkst.
Geh! ihr seid der Frauen nicht wert! Wir tragen die Kinder
   Unter dem Herzen, und so tragen die Treue wir auch;
Aber ihr Männer, ihr schüttet, mit eurer Kraft und Begierde
   Auch die Liebe zugleich in den Umarmungen aus!«
Also sprach die Geliebte und nahm den Kleinen vom Stuhle,
   Drückt’ ihn küssend ans Herz, Tränen entquollen dem Blick.
Und wie saß ich beschämt, daß Reden feindlicher Menschen
   Dieses liebliche Bild mir zu beflecken vermocht!
Dunkel brennt das Feuer nur augenblicklich und dampfet,
   Wenn das Wasser die Glut stürzend und jählings verhüllt;
Aber sie reinigt sich schnell, verjagt die trübenden Dämpfe,
   Neuer und mächtiger dringt leuchtende Flamme hinauf.


 VII.

O wie fühl’ ich in Rom mich so froh! Gedenk’ ich der Zeiten,
   Da mich ein graulicher Tag hinten im Norden umfing,
Trübe der Himmel und schwer auf meine Scheitel sich senkte,
   Farb’ und gestaltlos die Welt um den Ermatteten lag,
Und ich über mein Ich, des unbefriedigten Geistes
   Düstre Wege zu spähn, still in Betrachtung versank.
Nun umleuchtet der Glanz des helleren Äthers die Stirne;
   Phöbus rufet, der Gott, Formen und Farben hervor.
Sternhell glänzet die Nacht, sie klingt von weichen Gesängen,
   Und mir leuchtet der Mond heller als nordischer Tag.
Welche Seligkeit ward mir Sterblichem! Träum ich? Empfänget
   Dein ambrosisches Haus, Jupiter Vater, den Gast?
Ach! hier lieg’ ich und strecke nach deinen Knieen die Hände
   Flehend aus. O! vernimm Jupiter Xenius mich!
Wie ich hereingekommen, ich kann’s nicht sagen, es faßte
   Hebe den Wandrer und zog mich in die Hallen heran.
Hast du ihr einen Heroen herauf zu führen geboten?
   Irrte die Schöne? Vergib! Laß mir des Irrtums Gewinn!
Deine Tochter Fortuna, sie auch! die herrlichsten Gaben
   Teilt als ein Mädchen sie aus, wie es die Laune gebeut.
Bist du der wirtliche Gott? O dann so verstoße den Gastfreund
   Nicht von deinem Olymp wieder zur Erde hinab!
»Dichter! Wohin versteigest du dich?« – Vergib mir, der hohe
   Kapitolinische Berg ist dir ein zweiter Olymp.
Dulde mich, Jupiter, hier, und Hermes führe mich später,
   Cestius’ Mal vorbei, leise zum Orcus hinab.


 VIII.

Wenn du mir sagst, du habest als Kind, Geliebte, den Menschen
   Nicht gefallen, und dich habe die Mutter verschmäht,
Bis du größer geworden und still dich entwickelt  -  ich glaub’ es:
   Gern denk’ ich mir dich als ein besonderes Kind.
Fehlet Bildung und Farbe doch auch der Blüte des Weinstocks,
   Wenn die Beere, gereift, Menschen und Götter entzückt.


 IX.

Herbstlich leuchtet die Flamme vom ländlich geselligen Herde,
   Knistert und glänzet, wie rasch! sausend vom Reisig empor.
Diesen Abend erfreut sie mich mehr; denn eh’ noch zur Kohle
   Sich das Bündel verzehrt, unter die Asche sich neigt,
Kommt mein liebliches Mädchen. Dann flammen Reisig und Scheite,
   Und die erwärmete Nacht wird uns ein glänzendes Fest.
Morgen frühe geschäftig verläßt sie das Lager der Liebe,
   Weckt aus der Asche behend Flammen aufs neue hervor.
Denn vor andern verlieh der Schmeichlerin Amor die Gabe,
   Freude zu wecken, die kaum still wie zu Asche versank.


 X.

Alexander und Cäsar und Heinrich und Friedrich, die Großen,
   Gäben die Hälfte mir gern ihres erworbenen Ruhms,
Könnt’ ich auf eine Nacht dies Lager jedem vergönnen;
   Aber die Armen, sie hält strenge des Orkus Gewalt.
Freue dich also, Lebend’ger der lieberwärmeten Stätte,
   Ehe den fliehenden Fuß schauerlich Lethe dir netzt.


 XI.

Euch, o Grazien, legt die wenigen Blätter ein Dichter
   Auf den reinen Altar, Knospen der Rose dazu,
Und er tut es getrost. Der Künstler freut sich seiner
   Werkstatt, wenn sie um ihn immer ein Pantheon scheint.
Jupiter senket die göttliche Stirn, und Juno erhebt sie;
   Phöbus schreitet hervor, schüttelt das lockige Haupt;
Trocken schauet Minerva herab, und Hermes, der leichte
   Wendet zur Seite den Blick, schalkisch und zärtlich zugleich.
Aber nach Bacchus, dem weichen, dem träumenden, hebet Cythere
   Blicke der süßen Begier, selbst in dem Marmor noch feucht.
Seiner Umarmung gedenket sie gern und scheinet zu fragen:
   Sollte der herrliche Sohn uns an der Seite nicht stehn?


 XII.

Hörest du, Liebchen, das muntre Geschrei den Flamminischen Weg her?
   Schnitter sind es, sie ziehn wieder nach Hause zurück,
Weit hinweg. Sie haben des Römers Ernte vollendet,
   Der für Ceres den Kranz selber zu flechten verschmäht.
Keine Feste sind mehr der großen Göttin gewidmet,
   Die, statt Eicheln, zur Kost goldenen Weizen verlieh.
Laß uns beide das Fest im stillen freudig begehen!
   Sind zwei Liebende doch sich ein versammeltes Volk.
Hast du wohl je gehört von jener mystischen Feier,
   Die von Eleusis hieher frühe dem Sieger gefolgt?
Griechen stifteten sie, und immer riefen nur Griechen
   Selbst in den Mauern Roms: »kommt zur geheiligten Nacht!«
Fern entwich der Profane; da bebte der wartende Neuling,
   Den ein weißes Gewand, Zeichen der Reinheit, umgab.
Wunderlich irrte darauf der Eingeführte durch Kreise
   Seltner Gestalten; im Traum schien er zu wallen: denn hier
Wanden sich Schlangen am Boden umher, verschlossene Kästchen,
   Reich mit Ähren umkränzt, trugen hier Mädchen vorbei,
Vielbedeutend gebärdeten sich die Priester und summten;
   Ungeduldig und bang harrte der Lehrling auf Licht.
Erst nach mancherlei Proben und Prüfungen ward ihm enthüllet,
   Was der geheiligte Kreis seltsam in Bildern verbarg.
Und was war das Geheimnis, als daß Demeter die große,
   Sich gefällig einmal auch einem Helden bequemt,
Als sie Jasion einst, dem rüstigen König der Kreter,
   Ihres unsterblichen Leibs holdes Verborgne gegönnt.
Da war Kreta beglückt! das Hochzeitbette der Göttin
   Schwoll von Ähren, und reich drückte den Acker die Saat.
Aber die übrige Welt verschmachtete; denn es versäumte
   Über der Liebe Genuß Ceres den schönen Beruf.
Voll Erstaunen vernahm der Eingeweihte das Märchen,
   Winkte der Liebsten – Verstehst du nun, Geliebte, den Wink?
Jene buschige Myrte beschattet ein heiliges Plätzchen!
   Unsre Zufriedenheit bringt keine Gefährde der Welt.


 XIII.

Amor bleibet ein Schalk, und wer ihm vertraut, ist betrogen!
   Heuchelnd kam er zu mir: »Diesmal nur traue mir noch.
Redlich mein’ ich’s mit dir: du hast dein Leben und Dichten,
   Dankbar erkenn’ ich es wohl, meiner Verehrung geweiht.
Siehe, dir bin ich nun gar nach Rom gefolget, ich möchte
   Dir im fremden Gebiet gern was Gefälliges tun.
Jeder Reisende klagt, er finde schlechte Bewirtung;
   Welchen Amor empfiehlt, köstlich bewirtet ist er.
Du betrachtest mit Staunen die Trümmern alter Gebäude
   Und durchwandelst mit Sinn diesen geheiligten Raum.
Du verehrest noch mehr die werten Reste des Bildens
   Einziger Künstler, die stets ich in der Werkstatt besucht.
Diese Gestalten, ich formte sie selbst! Verzeih mir, ich prahle
   Diesmal nicht, du gestehst, was ich dir sage, sei wahr.
Nun du mir lässiger dienst, wo sind die schönen Gestalten,
   Wo die Farben, der Glanz deiner Erfindungen hin?
Denkst du nun wieder zu bilden, o Freund? Die Schule der Griechen
   Blieb noch offen, das Tor schlossen die Jahre nicht zu.
Ich, der Lehrer, bin ewig jung, und liebe die Jungen.
   Altklug lieb’ ich dich nicht! Munter! Begreife mich wohl!
War das Antike doch neu, da jene Glücklichen lebten!
   Lebe glücklich, und so lebe die Vorzeit in dir!
Stoff zum Liede, wo nimmst du ihn her? Ich muß dir ihn geben
   Und den höheren Stil lehret die Liebe dich nur.«
Also sprach der Sophist. Wer widerspräch ihm? und leider
   Bin ich zu folgen gewöhnt, wenn der Gebieter befiehlt. -
Nun, verräterisch hält er sein Wort, gibt Stoff zu Gesängen,
   Ach! und raubt mir die Zeit, Kraft und Besinnung zugleich;
Blicke und Händedruck, und Küsse, gemütliche Worte,
   Silben köstlichen Sinns wechselt ein liebendes Paar.
Da wird Lispeln Geschwätz, wird Stottern liebliche Rede:
   Solch ein Hymnus verhallt ohne prosodisches Maß.
Dich, Aurora, wie kannt’ ich dich sonst als Freundin der Musen!
   Hat, Aurora, dich auch Amor, der lose, verführt?
Du erscheinest mir nun als seine Freundin, und weckest
   Mich an seinem Altar wieder zum festlichen Tag.
Find’ ich die Fülle der Locken an meinem Busen! das Köpfchen
   Ruhet und drücket den Arm, der sich dem Halse bequemt.
Welch ein freudig Erwachen, erhieltet ihr, ruhige Stunden,
   Mir das Denkmal der Lust, die in den Schlaf uns gewiegt! -  
Sie bewegt sich im Schlummer und sinkt auf die Breite des Lagers,
   Weggewendet; und doch läßt sie mir Hand noch in Hand.
Herzliche Liebe verbindet uns stets und treues Verlangen,
   Und den Wechsel behielt nur die Begierde sich vor.
Einen Druck der Hand, ich sehe die himmlischen Augen
   Wieder offen. - O nein! laßt auf der Bildung mich ruhn!
Bleibt geschlossen! ihr macht mich verwirrt und trunken, ihr raubet
   Mir den stillen Genuß reiner Betrachtung zu früh.
Diese Formen, wie groß! wie edel gewendet die Glieder!
   Schlief Ariadne so schön: Theseus, du konntest entfliehn?
Diesen Lippen ein einziger Kuß! O Theseus, nun scheide!  
  Blick’ ihr ins Auge! Sie wacht! -  Ewig nun hält sie dich fest.


 XIV.

Zünde mir Licht an, Knabe! – »Noch ist es hell, ihr verzehret
   Öl und Docht nur umsonst. Schließet die Läden doch nicht!
Hinter die Häuser entwich, nicht hinter den Berg, uns die Sonne!
   Ein halb Stündchen noch währt’s bis zum Geläute der Nacht!« - 
Unglückseliger! geh und gehorch’! Mein Mädchen erwart’ ich.
   Tröste mich, Lämpchen, indes, lieblicher Bote der Nacht!


 XV.

Cäsarn wär’ ich wohl nie zu fernen Britannen gefolget,
   Florus hätte mich leicht in die Popine geschleppt!
Denn mir bleiben weit mehr die Nebel des traurigen Nordens
   Als ein geschäftiges Volk südlicher Flöhe verhaßt.
Und noch schöner von heut an seid mir gegrüßet, ihr Schenken,
   Osterien, wie euch schicklich der Römer benennt;
Denn ihr zeigtet mir heute die Liebste, begleitet vom Oheim,
   Den die Gute so oft, mich zu besitzen, betrügt.
Hier stand unser Tisch, den Deutsche vertraulich umgaben;
   Drüben suchte das Kind neben der Mutter den Platz,
Rückte vielmals die Bank und wußt’ es artig zu machen,
   Daß ich halb ihr Gesicht, völlig den Nacken gewann.
Lauter sprach sie, als hier die Römerin pfleget, kredenzte,
   Blickte gewendet nach mir, goß und verfehlte das Glas.
Wein floß über den Tisch, und sie, mit zierlichem Finger,
   Zog auf dem hölzernen Blatt Kreise der Feuchtigkeit hin.
Meinen Namen verschlang sie dem ihrigen, immer begierig
   Schaut’ ich dem Fingerchen nach, und sie bemerkte mich wohl.
Endlich zog sie behende das Zeichen der römischen Fünfe
   Und ein Strichlein davor. Schnell, und sobald ich’s gesehn,
Schlang sie Kreise durch Kreise, die Lettern und Ziffern zu löschen;
   Aber die köstliche Vier blieb mir ins Auge geprägt.
Stumm war ich sitzen geblieben und biß die glühende Lippe,
   Halb aus Schalkheit und Lust, halb aus Begierde, mir wund.
Erst noch so lange bis Nacht! dann noch vier Stunden zu warten!
   Hohe Sonne, du weilst, und du beschauest dein Rom!
Größeres sahest du nichts und wirst nichts Größeres sehen,
   Wie es dein Priester Horaz in der Entzückung versprach.
Aber heute verweile mir nicht, und wende die Blicke
   Von dem Siebengebirg früher und williger ab!
Einem Dichter zuliebe verkürze die herrlichen Stunden,
   Die mit begierigem Blick selig der Maler genießt;
Glühend blicke noch schnell zu diesen hohen Fassaden,
   Kuppeln und Säulen zuletzt und Obelisken herauf;
Stürze dich eilig ins Meer, um morgen früher zu sehen,
   Was Jahrhunderte schon göttliche Lust dir gewährt:
Diese feuchten, mit Rohr so lange bewachsnen Gestade,
   Diese mit Bäumen und Busch düster beschatteten Höhn.
Wenig Hütten zeigten sie erst; dann sahst du auf einmal
   Sie vom wimmelnden Volk glücklicher Räuber belebt.
Alles schleppten sie drauf an diese Stätte zusammen;
   Kaum war das übrige Rund deiner Betrachtung noch wert,
Sahst eine Welt hier entstehn, dann eine Welt hier in Trümmern,
   Aus den Trümmern aufs neu fast eine größere Welt!
Daß ich diese noch lange von dir beleuchtet erblicke,
   Spinne die Parze mir klug langsam den Faden herab.
Aber sie eile herbei, die schön bezeichnete Stunde! -
   Glücklich! Hör’ ich sie schon? Nein, doch ich höre schon Drei.
So, ihr lieben Musen, betrogt ihr wieder die Länge
   Dieser Weile, die mich von der Geliebten getrennt.
Lebet wohl! Nun eil’ ich und fürcht’ euch nicht zu beleid’gen:
   Denn ihr Stolzen, ihr gebt Amorn doch immer den Rang.


 XVI.

»Warum bist du, Geliebter, nicht heute zur Vigne gekommen?
   Einsam, wie ich versprach, wartet’ ich oben auf dich.« - 
Beste, schon war ich hinein; da sah ich zum Glücke den Oheim
   Neben den Stöcken, bemüht, hin sich und her sich zu drehn.
Schleichend eilt’ ich hinaus! -  »O welch ein Irrtum ergriff dich!
   Eine Scheuche nur war’s, was dich vertrieb! Die Gestalt
Flickten wir emsig zusammen aus alten Kleidern und Rohren,
   Emsig half ich daran, selbst mir zu schaden bemüht.«
Nun, des Alten Wunsch ist erfüllt: den losesten Vogel
   Scheucht’ er heute, der ihm Gärtchen und Nichte bestiehlt.


 XVII.

Manche Töne sind mir Verdruß, doch bleibet am meisten
   Hundegebell mir verhaßt: kläffend zerreißt es mein Ohr.
Einen Hund nur hör’ ich sehr oft mit frohem Behagen
   Bellend kläffen, den Hund, den sich der Nachbar erzog.
Denn er bellte mir einst mein Mädchen an, da sie sich heimlich
   Zu mir stahl, und verriet unser Geheimnis beinah.
Jetzo, hör’ ich ihn bellen, so denk’ ich mir immer: sie kommt wohl!
   Oder ich denke der Zeit, da die Erwartete kam.


 XVIII.

Eines ist mir verdrießlich vor allen Dingen, ein andres
   Bleibt mir abscheulich, empört jegliche Faser in mir,
Nur der bloße Gedanke. Ich will es euch, Freunde, gestehen:
   Gar verdrießlich ist mir einsam das Lager zu Nacht.
Aber ganz abscheulich ist’s, auf dem Wege der Liebe
   Schlangen zu fürchten, und Gift unter den Rosen der Lust;
Wenn im schönsten Moment der hin sich gebenden Freude
   Deinem sinkenden Haupt lispelnde Sorge sich naht.
Darum macht Faustine mein Glück, sie teilet das Lager
   Gerne mit mir, und bewahrt Treue dem Treuen genau.
Reizendes Hindernis will die rasche Jugend; ich liebe,
   Mich des versicherten Guts lange bequem zu erfreun.
Welche Seligkeit ist’s! wir wechseln sichere Küsse,
   Atem und Leben getrost saugen und flößen wir ein.
So erfreuen wir uns der langen Nächte, wir lauschen,
   Busen an Busen gedrängt, Stürmen und Regen und Guß.
Und so dämmert der Morgen heran, es bringen die Stunden
   Neue Blumen herbei, schmücken uns festlich den Tag.
Gönnet mir, o Quiriten! das Glück, und jedem gewähre
   Aller Güter der Welt erstes und letztes der Gott!


 XIX.

Schwer erhalten wir uns den guten Namen, denn Fama
   Steht mit Amorn, ich weiß, meinem Gebieter, in Streit.
Wißt auch ihr, woher es entsprang, daß beide sich hassen?
   Alte Geschichten sind das, und ich erzähle sie wohl.
Immer die mächtige Göttin, doch war sie für die Gesellschaft
   Unerträglich, denn gern führt sie das herrschende Wort;
Und so war sie von je, bei allen Göttergelagen,
   Mit der Stimme von Erz, Großen und Kleinen verhaßt.
So berühmte sie einst sich übermütig, sie habe
   Jovis herrlichen Sohn ganz sich zum Sklaven gemacht.
»Meinen Herkules führ’ ich dereinst, o Vater der Götter! «
   Rief triumphierend sie aus, »wiedergeboren dir zu.
Herkules ist es nicht mehr, den dir Alkmene geboren,
   Seine Verehrung für mich macht ihn auf Erden zum Gott.
Schaut er nach dem Olymp, so glaubst du, er schaue nach deinen
   Mächtigen Knieen -  vergib! nur in den Äther nach mir
Blickt der würdigste Mann, nur mich zu verdienen durchschreitet
   Leicht sein mächtiger Fuß Bahnen, die keiner betrat;
Aber auch ich begegn’ ihm auf seinen Wegen, und preise
   Seinen Namen voraus, eh’ er die Tat noch beginnt.
Mich vermählst du ihm einst; der Amazonen Besieger
   Wird’ auch meiner, und ihn nenn’ ich mit Freuden Gemahl!«
Alles schwieg, sie mochten nicht gern die Prahlerin reizen:
   Denn sie denkt sich, erzürnt, leicht was Gehässiges aus.
Amorn bemerkte sie nicht: er schlich beiseite; den Helden
   Bracht’ er mit weniger Kunst unter der Schönsten Gewalt.
Nun vermummt er sein Paar: ihr hängt er die Bürde des Löwen
   Über die Schultern und lehnt mühsam die Keule dazu,
Drauf bespickt er mit Blumen des Helden sträubende Haare,
   Reichet den Rocken der Faust, die sich dem Scherze bequemt.
So vollendet er bald die neckische Gruppe; dann läuft er,
   Ruft durch den ganzen Olymp: »Herrliche Taten geschehn!
Nie hat Erd und Himmel, die unermüdete Sonne
   Hat auf der ewigen Bahn keines der Wunder erblickt. «
Alles eilte; sie glaubten dem losen Knaben, denn ernstlich
   Hatt’ er gesprochen; und auch Fama, sie blieb nicht zurück.
Wer sich freute, den Mann so tief erniedrigt zu sehen,
   Denkt ihr? Juno. Es galt Amorn ein freundlich Gesicht.
Fama daneben, wie stand sie beschämt, verlegen, verzweifelnd!
   Anfangs lachte sie nur: »Masken, ihr Götter, sind das!
Meinen Helden, ich kenn’ ihn zu gut! Es haben Tragöden
   Uns zum Besten!« Doch bald sah sie mit Schmerzen: er war’s! - 
Nicht den tausendsten Teil verdroß es Vulkanen, sein Weibchen
   Mit dem rüstigen Freund unter den Maschen zu sehn,
Als das verständige Netz im rechten Moment sie umfaßte,
   Rasch die Verschlungnen umschlang, fest die Genießenden hielt.
Wie sich die Jünglinge freuten, Merkur und Bacchus! Sie beide
   Mußten gestehn: es sei, über dem Busen zu ruhn
Dieses herrlichen Weibes, ein schöner Gedanke. Sie baten:
   Löse, Vulkan, sie noch nicht! Laß sie noch einmal besehn!
Und der Alte war so Hahnrei, und hielt sie nur fester. -  
   Aber Fama, sie floh rasch und voll Grimmes davon.
Seit der Zeit ist zwischen den zweien der Fehde nicht Stillstand;
   Wie sie sich Helden erwählt, gleich ist der Knabe darnach.
Wer sie am höchsten verehrt, den weiß er am besten zu fassen,
   Und den Sittlichsten greift er am gefährlichsten an.
Will ihm einer entgehn, den bringt er vom Schlimmen ins Schlimmste.
   Mädchen bietet er an; wer sie ihm töricht verschmäht,
Muß erst grimmige Pfeile von seinem Bogen erdulden;
   Mann erhitzt er auf Mann, treibt die Begierden aufs Tier.
Wer sich seiner schämt, der muß erst leiden; dem Heuchler
   Streut er bittern Genuß unter Verbrechen und Not.
Aber auch sie, die Göttin, verfolgt ihn mit Augen und Ohren,
   Sieht sie ihn einmal bei dir; gleich ist sie feindlich gesinnt,
Schreckt dich mit ernstem Blick, verachtenden Mienen, und heftig
   Strenge verruft sie das Haus, das er gewöhnlich besucht.
Und so geht es auch mir: schon leid’ ich ein wenig; die Göttin
   Eifersüchtig, sie forscht meinem Geheimnisse nach.
Doch es ist ein altes Gesetz: ich schweig’ und verehre,
   Denn der Könige Zwist büßten die Griechen, wie ich.


 XX.

Zieret Stärke den Mann und freies mutiges Wesen,
   O, so ziemet ihm fast tiefes Geheimnis noch mehr.
Städtebezwingerin, du, Verschwiegenheit! Fürstin der Völker!
   Teure Göttin, die mich sicher durchs Leben geführt,
Welches Schicksal erfahr’ ich! Es löset scherzend die Muse,
   Amor löset, der Schalk, mir den verschlossenen Mund.
Ach! schon wird es so schwer der Könige Schande verbergen!
   Weder die Krone bedeckt, weder ein phrygischer Bund
Midas’ verlängertes Ohr: der nächste Diener entdeckt es,
   Und ihm ängstet und drückt gleich das Geheimnis die Brust.
In die Erde vergrüb’ er es gern, um sich zu erleichtern,
   Doch die Erde verwahrt solche Geheimnisse nicht;
Rohre sprießen hervor und rauschen und lispeln im Winde:
   »Midas! Midas, der Fürst, trägt ein verlängertes Ohr! «
Schwerer wird es nun mir, ein schönes Geheimnis zu wahren
   Ach den Lippen entquillt Fülle des Herzens so leicht!
Keiner Freundin darf ich’s vertraun: sie möchte mich schelten,
   Keinem Freunde, vielleicht brächte der Freund mir Gefahr.
Mein Entzücken dem Hain, dem schallenden Felsen zu sagen
   Bin ich endlich nicht jung, bin ich nicht einsam genug.
Dir, Hexameter, dir, Pentameter sei es vertrauet
   Wie sie des Tags mich erfreut, wie sie des Nachts mich beglückt.
Sie, von vielen Männern gesucht, vermeidet die Schlingen,
   Die ihr der Kühnere frech, heimlich der Listige legt;
Klug und zierlich schlüpft sie vorbei und kennet die Wege,
   Wo sie der Liebste gewiß lauschend begierig empfängt.
Zaudre, Luna, sie kommt! damit sie der Nachbar nicht sehe,
   Rausche, Lüftchen, im Laub! niemand vernehme den Tritt.
Und ihr, wachset und blüht, geliebte Lieder, und wieget
   Euch im leisesten Hauch lauer und liebender Luft,
Und entdeckt den Quiriten, wie jene Rohre geschwätzig,
   Eines glücklichen Paars schönes Geheimnis zuletzt.

Sunday, February 9, 2014

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ: ΔΙΑΛΟΓΟΣ (ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ)






ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ


ΔΙΑΛΟΓΟΣ
                               

       A voce più ch’al ver drizzan li volti
       E così ferman sua opinione,
       Prima ch’arte o ragion per lor s’ascolti
                               Dante Purg. XXVI, 121-123


ΠΟΙΗΤΗΣΦΙΛΟΣΣΟΦΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΣ

  ΦΙΛ. Έπειτα από τόσες ομιλίες, εξέχασες κυττάζοντας κατά το Μωριά.
  ΠΟΙΗΤ. Αλλά πρέπει να εξέχασες και συ, γιατί δε μου ωμιλούσες παντελώς· είναι πιθανό να εστοχαζόμασθε τα ίδια πράγματα και οι δύο· ημπορεί να επέρασαν τρεις ώρες αφού ο ήλιος εμεσουράνησε, θέ­λουν ακόμη τέσσερες για να θολώσουν τα νερά, και, αν θέλεις, ημπορούμε να καθίσουμε εις τούτη την πέτρα, και να ξαναρχινήσουμε.
  ΦΙΛ. Ας καθίσουμε· γλυκειά η μυρωδία του πελάγου, γλυκός ο αέρας, και ο ουρανός ασυγνέφιαστος.
  ΠΟΙΗΤ. Το πέλαγο είναι όλο στρωτό, και ο αέρας λεπτότατος, και όποιος ήθελε να κινήση για το Μωριά, δεν ημπορούσε να κάμη ταξείδι χωρίς να δουλέψουν ακατάπαυστα τα κουπιά.
  ΦΙΛ. Τι σου αρέσει περισσότερο, η ησυχία της θάλασσας, ή η ταραχή;
  ΠΟΙΗΤ. Να σου πω την αλήθεια, μου άρεσε πάντα η γαλήνη, όπου απλώνεται καθαρώτατη· την εθεωρούσα σαν την εικόνα του ανθρώπου, οπού απομακραίνει από τες ανησυχίες του κόσμου, και με ειλικρίνεια φανερώνει όσα έχει μέσα του. Αλλ' αφού επέρασαν τα καράβια μας για να πάνε στο Μεσολόγγι, μ' αρέσει περισσότερο η ταραχή· εφαίνονταν δυο δύο, τρία τρία, και εξάνοιγες λευκά τα κατάρτια από τα φουσκωμένα πανιά, λευκά από τους διασκορπισμένους αφρούς τα κύματα,τα οποία με μία βουή, οπού λες και ήταν χαράς, αναγάλλιαζαν εις το πέλαγο του Ιονίου, και εσυντρίβονταν εις το γιαλό της Ζα­κύνθου.
  ΦΙΛ. Το θυμούμαι καλά· και τόσος ήταν ο κρότος, και τόση η ανακάτωσι του πελάγου, οπού σε επαραμέρισα, για ν' αποφύγουμε το ράντισμα, όπου αποπάνου μας 'σταλοβολούσε η θάλασσα.
  ΠΟΙΗΤ. Φαίνεται ότι εκεί πέρα οι δικοί μας δεν έχουν τόση δυσκολία να βρέχονται με το αίμα τους, όσην έχουμε εμείς να νοτισθούμε από ολίγες σταλαγματιές θαλασσινές.
  ΦΙΛ. Ετοιμάζεσαι πάλι να ξανακυττάξης κατά το Μωριά, και να ξανασωπάσης... αγκαλά εγώ έχω τον τρόπο να σε κάμω να ομιλής όποτε θέλω.
  ΠΟΙΗΤ. Εκατάλαβα· θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα· μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατή τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήση ογλήγορα τα σοφολογιωτίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δυο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιωτατος κρώζη ή κανένας Τούρκος βαβίζη· γιατί για ’μέ είναι όμοιοι και οι δύο.
  ΦΙΛ. Βέβαια είναι εχθροί μας και οι δύο· με κάνεις να θυμηθώ τα λόγια του Λόκ· Η γλώσσα είναι ένα μεγάλο ποτάμι, εις το οποίον έχουν ανταπόκρισι τα όσα γνωρίζει ο άνθρωπος, και όποιος δεν την μεταχειρίζεται καθώς πρέπει, κάνει ό,τι του βολέση, για να κόψη ή να εμποδίση τους δρόμους, με το μέσον των οποίων τρέχει η πολυμάθεια. Όποιος κάνει λοιπόν αυτό με απόφασι θεληματική, πρέπει οι άλλοι να τον στοχάζωνται εχθρόν της αλήθειας και της πολυμάθειας.
  ΠΟΙΗΤ. Τι λες; ως πότε θα πηγαίνη ομπρός αυτή η υπόθεσι; Ένας λαός από το ένα μέρος να ομιλή σ’ έναν τρόπο, ολίγοι άνθρωποι από το άλλο να ελπίζουν να κάμουν τον λαόν να ομιλή μίαν γλώσσαν 'δικήν τους!
  ΦΙΛ. Για κάποιο καιρό η υπόθεσι θέλει ακολουθήση· η αλήθεια είναι καλή θεά, αλλά τα πάθη του ανθρώπου συχνότατα την νομίζουν εχθρήν. Κάποιοι γνωρίζουν την αλήθεια, αλλ' επειδή γράφοντας εις εκείνον τον τρόπον τον σκοτεινόν απόχτησαν κάποια φήμη σοφίας, τον ακολουθούν, και ας είναι σφαλερός.
  ΠΟΙΗΤ. Λοιπόν είναι αξιοπαρόμοιαστοι με τους ανθρώπους, οι οποίοι για να ζήσουν πουλούν φαρμάκι.
  ΦΙΛ. Περιγράφει το εργαστήρι ενός απ' αυτούς ο Σέϊκσπηρ εξαί­ρετα και θέλω να σου ξαναθυμίσω τα λόγια του, γιατί, τη αληθεία, μου ξαναθυμούν τον τρόπον, εις τον οποίον είναι γραμμένα τα βιβλία των Σοφολογιώτατων. — Εκρέμονταν από το πατερό του φτωχότατου εργαστηρίου μία ξεροχελώνα, ένας κροκόδειλος αχερωμένος, και άλλα δερμάτια άσχημων ψαριών· ήταν τριγύρου πολλά συρτάρια αδειανά με επιγραφές, αγγειά από χοντρόπηλο πράσινο, ήταν φούσκες, ήταν βρωμόχορτα παληωμένα, κακομοιριασμένα δεμάτια βούρλα, παληά κομμάτια από διαφόρων λογιών ιατρικά, αρηά σπαρμένα εδώ κ' εκεί, για να προσ­καλέσουν τον αγοραστή.
  ΠΟΙΗΤ.: Βλέπω από μακρυά έναν Σοφολογιώτατον· επιθυμώ για την ησυχία μου και για τη δική σου, και για τη 'δική του, να μην έλθη κοντά μας.
  ΦΙΛ.: Το επιθυμώ πολύ· εσύ θυμώνεις πάρα πολύ.
  ΠΟΙΗΤ. Θυμώνω γιατί είμαι στενεμένος να ξαναπώ τα πράγμα­τα, όπου είπαν τόσες φορές τα άλλα έθνη, και δίχως ωφέλεια να τα ξαναπώ. Οι Γάλλοι έλαβανφιλονικεία για τη γλώσσα, και ετελείωσε εις την εποχήν του Δαλαμβέρτ· την έλαβαν οι Γερμανοί, και ο Όπιτς έδωσε το παράδειγμα της αλήθειας· την έλαβαν οι Ιταλοί, και με τόσο πείσμα, οπού μήτε το παράδειγμα του Υψηλότατου Ποιητή είχε φθάσει για τότε να τους καταπείση. Ησύχασαν τέλος πάντων, γράφοντας τη γλώσσα του λαού τους, τα σοφά Έθνη, και αντί εκείνες οι ελεεινές ανησυχίες να μας είναι παράδειγμα για να τες αποφύγουμε, επέσαμε εις χειρότερα σφάλματα. Τέλος πάντων οι Σοφολογιώτατοι εκείνων των εθνών ήθελαν να γράφεται μία γλώσσα, οπού ήταν μία φορά ζωντανή εις τα χείλη των ανθρώπων· κακό πράγμα βέβαια, και αν ήταν αληθινά δυνατόν· γιατί δυσκολεύει την έξάπλωσι της σοφίας· αλλ' οι δικοί μας θέλουν να γράφουμε μία γλώσσα, η οποία μήτε ομιλιέται, μήτε άλλες φορές ωμιλήθηκε, μήτε θέλει ποτέ ομιληθή.
  ΦΙΛ.:  Ο Σοφολογιώτατος έρχεται κατά 'μάς·
  ΠΟΙΗΤ.: Καλώς τα 'δέχθηκες με την υπομονή σου! εγώ δεν θέλω λόγια μ' αυτόν. Κύττα πώς τρέχει! Το πηγούνι του σηκώνει  την άκρη, ωσάν να ήθελε να ενωθή με τη μύτη. Ώ να εγένονταν η ένωσι, και τόσο σφιχτή, 'πού να μην μπορή πλέον ν' άνοίξη το στόμα του, για να φωτίση το γένος!
  ΣΟΦ. Έφαγα τον κόσμο, φίλτατε, για να σ' εύρω· έτρεχα, όπως είναι το χρέος ενός καλού πατριώτη να τρέχει, όταν είναι εις κίνδυνον η δόξα του γένους· ένα βιβλίο θέλει τυπωθή 'γλήγορα, γραμμένο εις τη γλώσσα του λαού της Ελλάδας, οπού λέγει κακό για 'μάς τους σοφούς, και μου κακοφαίνεται.
  ΦΙΛ. Γιατί σου κακοφαίνεται;
  ΣΟΦ. Γιατί πολλά μυαλά είναι σωστά, και πολλά όχι· και όσα δεν είναι σωστά, ημπορεί να απατηθούν. Είναι τόσοι χρόνοι οπού σπουδάζω για το κοινόν όφελος της πατρίδας μου, και δεν επιθυμούσα να έβγουν άλλοι να μου τυφλώσουν τους ανθρώπους. Ήλθα σ’ εσέ, οπού είσαι σοφός και συ, για να ενωθούμε με όσους συλλογίζονται καλά, και να καταπλακώσουμε αυτόν τον βάρβαρον συγγραφέα.
  ΦΙΛ. Και ποίος είναι ο συγγραφέας;
  ΣΟΦ. Δεν μου είπαν τ' όνομά του· μου είπαν 'πως είναι ένας νέος, ο οποίος για την κοινή γλώσσα βαστάει πάντα το σπαθί στο χέρι, και, από τη μάνητα τη μεγάλη, ημπορούμε να 'πούμε 'πως εκαταστήθηκε άλλος Αίας μαστιγοφόρος.
  ΠΟΙΗΤ. Λοιπόν πάρε τα μέτρα σου, μη λάχη και στον θυμό του σκοτώση πρόβατα και αυτός, και εντροπιασθή,
  ΣΟΦ. Ας εντροπιασθή· γι' αυτόν Δεν με μέλει· με μέλει για το κοινόν όφελος.
  ΠΟΙΗΤ. Και τι όφελος;
  ΣΟΦ. Η γλώσσα σου φαίνεται 'λίγη ωφέλεια; με τη γλώσσα θα διδάξης το κάθε πράγμα· λοιπόν πρέπει να διδάξης πρώτα τες ορθές λέξες.
  ΠΟΙΗΤ. Σοφολογιώτατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό το 'ξέρουν και τα παιδιά.
  ΣΟΦ. (Μέ μεγάλη φωνή). Γνωρίζεις τα Ελληνικά, Κύριε; τα γνωρίζεις, τα εσπούδαξες από μικρός;
  ΠΟΙΗΤ. (Μέ μεγαλύτερη), Γνωρίζεις τους Έλληνας, Κύριε; τους γνωρίζεις, τους εσπούδαξες από μικρός;
  ΦΙΛ. Αδέλφια, μην αρχινάτε να φωνάζετε, γιατί βρισκόμασθε εις το δρόμο, και η αληθινή σοφία λέει το δίκαιόν της με μεγαλοπρέπεια, και χωρίς θυμούς.
  ΣΟΦ. (Χαμηλώνοντας τη φωνή και προσπαθώντας να φανή μεγαλόπρεπος). Αλήθεια, φίλε· έτσι έκανε και ο Σωκράτης.
  ΠΟΙΗΤ. Απαράλλαχτα! Θυμήσου το όνομα, γιατί ημπορεί να χρειασθή. Ωστόσο σου ξαναλέγω ότι ο διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός.
  ΣΟΦ. Τούτο μου φαίνεται πολύ παράξενο· ένας από τους σοφωτερους του έθνους μας έγραψε ότι, για να γράφουμε με τα λόγια του λαού, πρέπει και με τους στοχασμούς του λαού να συλλογιζώμασθε.
  ΠΟΙΗΤ. Αυτά είναι τέκνα στραβόκορμα ενός πατέρα ευμορφότατου. Ο Κονδιλλιάκ είχε 'πεί 'πως η λέξι είναι το σημείο της ιδέας· δεν εφαντάσθηκε όμως ποτέ 'πως όσοι έχουν τες ίδιες λέξες έχουν τους ίδιους στοχασμούς· τα νομίσματα εις τον τόπον, εις τον οποίον ζης, έχουν την ίδια τιμή· μ' όλον τούτο εις τα χέρια μου δεν αξίζουν, γιατί δεν ηξέρω να τα ξοδιάζω, εις τα χέρια σου αξίζουν ολίγον περισ­σότερο, γιατί ηξέρεις και τα οικονομείς, και εις τα χέρια ενός τρίτου εις ολίγον καιρό πληθαίνουν. Αν ήταν αυτό αληθινό, όλοι οι άνθρωποι ενός τόπου έπρεπε να έχουν τους ίδιους στοχασμούς· διαφέρουν όμως εις αυτούς, όπως διαφέρουν εις τες φυσιογνωμίες· και αν κατά δυστυχίαν του γένους κανένας Σοφολογιώτατος ετρελλαινότουν, είναι πιθανό να εξεθύμαινε την τρέλλα του με τα ίδια λόγια, οπού ήταν συνειθισμένος να λαλή· και για τούτο είναι σωστό πράγμα να 'πώ, ότι συλλογίζεται ωσάν κ' εσένα;
  ΣΟΦ. Σ’ τούτο το στερνό, φρόνιμα ωμίλησες· τες λέξες όμως του λαού να μεταχειριζόμασθε είναι άγνωστο πράγμα.
  ΠΟΙΗΤ. Το ενάντιο είναι άγνωστο. Εις τι περίστασες βρισκόμασθε, εις τι περίστασες βρίσκεται η γλώσσα μας; Εβγήκε ακόμα κανένας μεγάλος συγγραφέας να μας είναι παράδειγμα, ο οποίος να ευγένισε αληθινά τα λόγια της, ζωγραφίζοντας με αυτά εικόνες και πάθη;
  ΣΟΦ.  .. .'σαν τον Όμηρο, όχι βέβαια..
  ΠΟΙΗΤ. Πολύ 'ψηλά επήδησες, φίλε. 'Πες μου λοιπόν πώς πρέ­πει να πορευθούμε;
  ΣΟΦ. Πρέπει να τρέξουμε εις τες μορφές των ελληνικών λέ­ξεων, και να πάρουμε όσες ημπορούμε, και κάποιες από τες δικές μας, οπού δεν είχαν οι Παλαιοί, να τες σύρουμε στην παλαιά μορφή.
  ΠΟΙΗΤ. Γιατί;
  ΣΟΦ. Γιατί αυτές οι λέξες είναι ευγενικότερες.
  ΠΟΙΗΤ. 'Πες την αλήθεια, είναι άβλαβη η συνείδησί σου, ενώ μου λες τέτοια;
  ΣΟΦ. Άβλαβη, μα την αγάπη του Ελικώνος!
  ΠΟΙΗΤ. Φριχτότατος όρκος! και βεβαιώσου 'πως μου ταράζει τα σωθικά. Εγώ σου λέγω ωστόσο, 'πως έχεις πλακωμένην την κρίσιν από τον κόπον, οπού έκαμες, για να τες μάθης, και επειδή παρατηρώ 'πως εσείς όλοι ελπίζετε να φωτίστε το γένος με το αλφαβητάρι στο χέρι, σ' ερωτώ ποίο αλφαβητάρι είναι ευγενικώτερο το 'δικό μας, ή το ιταλικό;
  ΣΟΦ. Όσο για τούτο... τα γράμματα κάθε αλφαβηταρίου έχουν την ίδιαν ευγένεια.
  ΠΟΙΗΤ. Ήγουν δεν έχουν καμμίαν αφ' εαυτού τους. Όταν εί­ναι σκόρπια και ανακατωμένα, τι δηλούν; έρχεται ο τυπογράφος, τα διαλέει, τα βάνει εις τάξι, και το μάτι διαβάζει· Ουρανός, Μάρκος Μπότσαρις, Σοφολογιώτατος. Εις την πρώτη λέξι, σκύφτω το κεφάλι μου, αναδακρύζω στη δεύτερη, και εις την τρίτη, γελώ για χρόνους. το ίδιο 'Πες για τες λέξες· η ευγένειά τους κρέμεται από την τέχνη, με την οποίαν τες μεταχειρίζεσαι.
  ΣΟΦ. Όποιαν τέχνην και αν μεταχειρισθής, οι λέξες τής τωρινής Ελλάδας είναι διεφθαρμένες... Τι με κυττάζεις χωρίς να ομιλής;
  ΠΟΙΗΤ. Κυττάζω τες άσπρες τρίχες της κεφαλής σου.
  ΣΟΦ. Αμμή τι έχουν να κάμουν με τες λέξες;
  ΠΟΙΗΤ. Έχουν να κάμουν με τον καιρό. Ο καιρός, οπού άρχισε να σου κάνη σεβάσμια τα μαλλιά, διαφθείρει όλα τα πράγματα του κόσμου, και τες γλώσσες ακόμα, και ησύχασε.
  ΣΟΦ. Τι ευγένεια ημπορούν να έχουν οι λέξες μας, αν είναι διεφθαρμένες;
  ΠΟΙΗΤ. Την ευγένειαν, οπού είχαν οι αγγλικές, πριν γράψη ο Σέϊκσπηρ, οπού είχαν οι γαλλικές, πριν γράψη ο Ρασίν, οπού είχαν οι ελληνικές, πριν γράψη ο Όμηρος, και όλοι τους έγραψαν τες λέξες του καιρού τους. Κάθε γλώσσα πρέπει εξ ανάγκης να έχη λέξες από άλλες γλώσσες· και η ευγένεια των γλωσσών είναι ωσάν την ευγένεια των ανθρώπων· ευγενής εσύ, ευγενής ο πατέρας σου, ο πάππος σου ευ­γενής, αλλά πηγαίνοντας εμπρός βρίσκεις βέβαια τον άνθρωπον, οπού έπαιζε τη φλογέρα βόσκοντας πρόβατα.
  ΣΟΦ. Εγώ δεν λέγω να γράφουμε καθαυτό ελληνικά, αγκαλά έπρεπε να κάνουμε χίλιες ευχές για να ξαναζήσουν εκείνα τα λόγια.
  ΠΟΙΗΤ. Εγώ δεν κάνω καμμία, για να μην χάνω καιρό' και τη ζωή του Ματουσάλα να ήμουν βέβαιος 'πως θα ζήσω, δεν άνοιγα στόμα για τέτοιες ευχές, οι οποίες φέρνουν το ίδιο όφελος, οπού φέρνουν τα κλάϊματα στα σώματα των νεκρών. Οι ευχές, οπού κάνω είναι για να ξαναζήση η σοφία, και η σοφία δεν θέλει να ξαναζήση ποτέ, όσο γρά­φεται με τον τρόπον τον εδικόν σας. Έλαβα πάντα τη δυστυχία να στοχάζωμαι με τον Σωκράτη τες λέξες ωσάν τες σφυριές· το αυτί σου Πυθαγορίζει στες παλαιές, το δικό μου και του γένους στες τωρινές.
  ΣΟΦ. Και ποίος ημπορεί να μου εμποδίση να διορθώσω, καθώς θέλει ο Κοραής, τες λέξες μας με τα σχήματα της παλαιάς;
  ΠΟΙΗΤ. Για ποίο δίκαιο θέλεις να κάμης τέτοια διόρθωσι;
  ΣΟΦ. Γιατί η διόρθωσι μιας γλώσσας νέας πρέπει να γείνη με την οδηγία της μητρός της· όλη η Ελλάδα λέγει μάτι, εμείς πρέπει να διορθώσουμε, και να 'πούμε ομμάτιον· λέγει κρεββάτι, πρέπει να 'πούμε κρεββάτιον.
  ΠΟΙΗΤ. Η πρόταση αύτη ομοιάζει την τρέλλαν κάποιων ανθρώ­πων, οπού έχουν τα φαινόμενα της φρονιμάδας.
  ΣΟΦ. Τι εννοείς να 'πης.
  ΠΟΙΗΤ. Εννοώ να ειπώ, ότι μ' όλον 'που η πρότασι φαίνεται 'πως περιέχει κάποιο δικαίωμα, αν την 'ξετάξης καλά, δεν περιέχει κανένα, και είναι ενάντια εις τα παραδείγματα των άλλων εθνών.
  ΣΟΦ. Τούτο επιθυμώ να μου απόδειξης.
  ΠΟΙΗΤ. Μετά χαράς· και τόσο προθυμότερα σου το αποδείχνω, όσο συλλογίζομαι 'πως τούτο είναι το πρώτο θεμέλιο, εις το οποίο υψώ­νεται το μεγάλο χτίριο της γλώσσας σας, η οποία, με το θέλημα σου, είναι βαρβαρώτατη, όπως θέλει σου το αποδείξω εις το εξής. Η δια­φθορά της μορφής των λέξεων, λέγει ο Γιβελέν, είναι τριών λογιών ή αλλάχνουν τα φωνήεντα, ή αλλάχνουν τα σύμφωνα, ή αλλάχνουν τοπο­θεσία τα ψηφία, οπού συνθέτουν μίαν λέξι. Τούτο γίνεται εις κάθε γλώσσα, οπού γεννιέται από άλλην. Παρατήρησε τη γλώσσα των Λατίνων, τη γλώσσα των Ισπανών, τη γλώσσα των Γάλλων, τη γλώσσα των Ιταλών. Σύγκρινέ τες με τη γλώσσα 'που τες εγέννησε, και θέλει ιδής φανερώτατην την αλήθειαν, οπού σου λέγω. Τώρα ας πάρουμε τον πρώτο στίχο του Δάντη, και ας τον διορθώσουμε κατά τον τρόπο, οπού σεις αποφασίσετε να μεταχειρισθήτε· ΝΕL ΜΕΖΖΟ DEL CAMMIN DI NOSTRA VITA. Η ιταλική γλώσσα δεν είναι καθαυτό θυγατέρα της Λατινικής, είναι εγγονή της· ας κάμουμε τη διόρθωσι με την ίδιαν επιδεξιότητα, με την οποία την κάνετε εσείς εις τη γλώσσα σας· ΝΕL, είναι βάρβαρο, πρέπει να 'πούμε ΙΝ, ΜΕΖΖΟ, 'κείνα τα δύο ΖΖ είναι βάρβαρα, πρέπει να 'πούμε ΜEDIO. DEL, τίποτες. - CΑΜΜΙΝ, κάθου γύρευε πόθεν έρχεται· αλλά θέλει μεγα­λοψυχία· ας το λατινίσουμε· CΑΜΜΙΝΙ. - ΝΟSTRΑ, πρέπει να 'πούμε ΝΟSTRΑΕ. - VITA, πρέπει να 'πούμε VITAE. να, διορθωμένος ο στίχος και φωτισμένο το γένος! ΙΝ ΜΕDΙΟ CΑΜΜΙΝΙ ΝΟSΤRΑΕ VIΤΑΕ.
  ΣΟΦ. Τούτο είναι γελοίον.
  ΠΟΙΗΤ. Και τα 'δικά σας τάχα άλλοιώτικα είναι; Είναι απαράλ­λαχτα τα ίδια. Και τόσον ανόητος ήταν ο Δάντης να μην ηξεύρη και αυ­τός κατ' αναλογία να κάμη στη γλώσσα του τέτοια διόρθωσι; Οι στί­χοι του οι λατινικοί δεν είναι βέβαια εύμορφοι, όπως με τον Βιργίλιο, οπού όλον τον είχε στο νου του, δεν ήθελε πολύ τέτοιες διόρθωσες να τες κάμη. Γιατί δεν τες έκαμαν οι Γάλλοι; γιατί δεν τες έκαμαν οι Λατίνοι; Και πώς ημπορούσαν να τες κάμουν; Ας πάρουμε την ύστερη λέξι, Και ας ιδούμε αν ημπορή ποτέ να ξεβαρβαρωθή. Είπαμε vitae, αντί για vita· αλλά εξεβαρβαρώθηκε εις τέτοιον τρόπο; Όχι, Σοφολογιώτατε· η μορφή της λέξης έπεσε από μίαν βαρβαρότητα εις άλλην· το vitae είναι διεφθαρμένο και αυτό από το θαυμαστό σου το βίος, το ελληνικό· το βίος λοιπόν είναι η πρωτότυπη μορφή, Και η αλη­θινά ευγενική; Ποίος το είπε; Ποίος ξεύρει να σου το 'πη; το όφις, το όποιο βέβαια το στοχάζεσαι ευγενικώτερο από το φίδι, το όφις λέγω, με τόσες άλλες λέξες, δεν είναι μήτε ελληνικό, γιατί το οφ είναι ξένο, Και μοναχά η κατάληξί του είναι ελληνική· Και έτσι καθώς βλέπεις, Σοφολογιότατε, αγάλια, αγάλια, εγώ σε στενεύω να ομιλήσης του Αδάμ τη γλώσσα, Και ημπορής να μου ψάλης με τον Δάντη: La lingua chio parlai fu tutta spenta, γιατί εγώ σου αποκραίνομαι: ομίλειε με τα νοήματα, για να μη βαρβαρίζης!
  ΣΟΦ.  ...λοιπόν;
  ΠΟΙΗΤ. Λοιπόν τού λαού της Ελλάδας όλες τες λέξες...
  ΣΟΦ. (κοκκινίζοντας). Πάντα τον λαό μου βγάνεις έξω για διδάσκαλο! ποίος το είπε ποτέ!
  ΠΟΙΗΤ. Πολλοί το είπαν, πολλοί. Ο Βάκων λέγει, δεν θυμού­μαι εις τι μέρος, ότι είναι κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι στοχάζονται 'πως τα πράγματα ειπώθηκαν όλα, Και εσύ στοχάζεσαι 'πως δεν ειπώθηκε τίποτε.
  ΣΟΦ. σε παρακαλώ να μου 'πης ποίος το είπε;
  ΠΟΙΗΤ. Άκουε, Σοφολογιώτατε, Και τρόμαξε· Is qui omnium eruditorum testimonio totiusque iudicio Graeciae cum prudentia et acumine et venustate et subtilitate tum vero eloquentiae (ακούς Σοφολογιώτατε; eloquentiae), varietate, copia, quam se cumque in partem dedisset omnium fuit facile princeps.
  ΣΟΦ. Ποίος; 'πες μου ποίος, να ησυχάσουμε.
  ΠΟΙΗΤ. Θυμήσου το όνομα, οπού εμελέτησες προτήτερα, γιατί τώρα χρειάζεται.
  ΣΟΦ. Ποίος, ο Σωκράτης;
  ΠΟΙΗΤ. Ο ίδιος· και επειδή σε βλέπω και αχνίζεις εις τ' όνομά του, να σε θερίσω και με τα λόγια του.

ΑΛ. Οἶμαι ἔγωγε· ἄλλα γοῦν πολλὰ οἷοί τ΄ εἰσὶν διδάσκειν σπουδαιότερα τοῦ πεττεύειν.
ΣΩ. Ποῖα ταῦτα;
ΑΛ. Οἷον καὶ τὸ ἑλληνίζειν παρὰ τούτων ἔγωγ΄ ἔμαθον͵ καὶ οὐκ ἂν ἔχοιμι εἰπεῖν ἐμαυτοῦ διδάσκαλον͵ ἀλλ΄ εἰς τοὺς αὐτοὺς ἀναφέρω οὓς σὺ φῂς οὐ σπουδαίους εἶναι διδασκάλους.
ΣΩ. Ἀλλ΄͵ ὦ γενναῖε͵ τούτου μὲν ἀγαθοὶ διδάσκαλοι οἱ πολλοί͵ καὶ δικαίως ἐπαινοῖντ΄ ἂν αὐτῶν εἰς διδασκαλίαν.
ΑΛ. Τί δή;
ΣΩ. Ὅτι ἔχουσι περὶ αὐτὰ ἃ χρὴ τοὺς ἀγαθοὺς διδασκάλους ἔχειν.

  ΣΟΦ.  ...Μη λάχη και εννοεί τίποτε άλλο;
  ΠΟΙΗΤ. Εσύ, οπού είσαι ελληνιστής, μου κάνεις εμέ τέτοια ερωτήματα; είναι δουλειά 'δική σου.
  ΣΟΦ. Δεν σου λέγω το εναντίο... Ευμορφότατα λόγια!
  ΠΟΙΗΤ. Ευμορφότατο νόημα! Ναι, ευμορφότατο νόημα: Αμμή τι ήθελες; να γράφη τες λέξες της κεφαλής του καθένας; με ποίο δικαίωμα; με το δικαίωμα, 'που δίνει το πνεύμα και η μάθησι; Καλό, λοιπόν· ένας, οπού έχει πνεύμα και μάθησι, φτειάνει μορφές λέξεων καθώς θελήση, ένας άλλος κάνει, το ίδιο, ένας τρίτος κάνει χειρότερα, και εις ολίγον καιρό Δεν έχουμε παρά σκοτάδια πυκνότατα. Για τούτο η φύσι των πραγμάτων ηθέλησε να γεννιούνται τα λόγια από το στόμα όχι δύο και τριών ανθρώπων, αλλά από του λαού το στόμα· και η φιλοσοφία αγροίκησε αυτήν την θέλησί της, και την εκήρυξε στους ανθρώπους. Όσο μεν γι' αυτό, οπού υποπτεύεσαι, 'πως να είναι άλλο τι απ’ ό,τι σημαίνουν τα λόγια, για ν' αφήσης κάθε αμφιβολία να σου 'πώ πόσοι Κλασικοί εξαναείπαν το ίδιο πράγμα.
  ΣΟΦ. Όχι, όχι, μη μελετήσης κανέναν, γιατί ο Πλάτων αξίζει για όλους τους, και για όσους θα γεννηθούν.
  ΠΟΙΗΤ. Δικαία κρίσι· αλλά η προφητεία την υπερβαίνει.
  ΣΟΦ. Εγώ πιστεύω του Πλάτωνος, περσότερο από όσα δικαιώ­ματα ημπορεί κανείς να προβάλη παρά να αμφιβάλλω στα λόγια του, κάλλιο να τρελλαθώ, και ήθελε τωόντι τρελλαθώ, αν αμφίβαλλα. Αγκαλά... τέτοιο πράγμα μου κάνει μεγάλην αγανάχτησι στην ψυχή μου... Είσαι γενναίος;
  ΠΟΙΗΤ. Και αν δεν είμαι, — ακολουθώντας τα παραδείγματα τόσων άλλων, προσπαθώ να φαίνωμαι τέτοιος.
  ΣΟΦ. Ω ! είσαι τέτοιος βέβαια, είσαι τέτοιος!
  ΠΟΙΗΤ. Ευχαριστώ, και ας είναι η πρώτη φορά 'που με βλέπεις.
  ΣΟΦ. (ομιλώντας αγαλινά). Πιστεύεις 'πως ο Πλάτων (Θεέ μου, συγχώρεσε με!) ο Πλάτων, λέγω, ο ίδιος, όπου το είπε, πιστεύεις 'πως έγραφε καθώς ομιλεί ο λαός;
  ΠΟΙΗΤ. Δεν το πιστεύω· και ποίος το πιστεύει;
  ΣΟΦ. Το πιστεύουν όσοι είναι της χυδαϊκής φατρίας.
  ΠΟΙΗΤ. Στρεβλό πράγμα.
  ΣΟΦ. Τι έλεγες έως τώρα συ ο ίδιος;
  ΠΟΙΗΤ. Τίποτε από αυτά. Εμείς δεν είπαμεν ακόμη πώς πρέπει να γράφουμε τη γλώσσα· έως τώρα, είπα, και σου απόδειξα, 'πως οι μορφές των λέξεων, όταν είναι κοινές, δεν είναι υποκείμενες να αλλάζωνται από κανέναν, με πρόφασι διόρθωσης· και τίποτε άλλο.
  ΣΟΦ. και τα λόγια του Πλάτωνος γιατί μου τα ανέφερες;
  ΠΟΙΗΤ. Για να καταπεισθής 'πως τη σημασία των λέξεων ο λαός την διδάσκει του συγγραφέα.
  ΣΟΦ. Το σύγγραμμα λοιπόν θα είναι κάθε άλλο πράγμα από του λαού την ομιλία.
  ΠΟΙΗΤ. Όχι κάθε άλλο πράγμα· εκείνο, όπου λέγει ο Βάκων για τη φύσι, δηλαδή, 'πως ο φιλόσοφος, για να την κυριέψη, πρέπει πρώτα να της υποταχθή, ημπορεί κανείς να το 'πη για τη γλώσσα· υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού, και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψε την.
  ΣΟΦ. Αυτό δεν το καταλαβαίνω πώς γίνεται.
  ΠΟΙΗΤ. Να, πώς γίνεται. Από τα παραδείγματα, που θέλει σου αναφέρω, θέλει φανερωθή πως ο συγγραφέας πότε στες φράσες του ακολουθάει τον λαό, πότε όχι· πως η μορφή των λέξεων, όπου μεταχειρίζεται ο λαός, δεν αλλάζεται από τον συγγραφέα· πως κάθε λέξι για να λάβη ευγένεια, δεν χρειάζεται άλλο παρά η τέχνη του συγγραφέα· αν παίρνω τα παραδείγματα από τους ξένους, μη με ελέγχης· γιατί το φταίξιμο δεν ‘είναι δικό μου· Quando fui desto innanzi la dimane, pianger senti' fra 'l sonno i miei figliuoli ch'eran con meco, e dimandar del pane. Παρατήρησε, σε παρακαλώ. — το θυμάσαι όλο εκείνο το μεγάλο θαύμα της Τέχνης, τον Ούγολίνο; τούτα τα λόγια σου εγγίζουν την ψυχή;
  ΣΟΦ. Μάλιστα.
  ΠΟΙΗΤ. Εδώ δεν είναι μεταφορά καμμία, εδώ δεν είναι καμμία φράσι δεινή, και εις τούτους τους τρεις στίχους ο Ποιητής ακολούθη­σε τον λαό· μάλιστα είναι καλό να παρατηρήσουμε 'πως εκείνο το con meco, όπου οι Ιταλοί το βρίσκουν σωστότατο, δεν ημπορεί να προέρ­χεται παρά από τον κοινό λαό, γιατί ο συγγραφέας αφ' εαυτού του δεν τολμάει να κάμη και ως προς τούτο, θυμήσου το δω του Ομήρου, το ca’ του Δάντη, και άλλα τέτοια πλήθος, και, για να πληροφορηθής 'πως ο συγγραφέας δεν είναι εκείνος όπου τα πλάττει, βάλε και εσύ, κατά μίμησιν, αντί για ψωμί, ψώ, να ιδούμε τι απόκρισι λαβαίνεις από τους άλλους.
  ΣΟΦ. Εις ποίες περίστασες ο ποιητής δεν ακολουθάει στες φράσες του τον λαό;
  ΠΟΙΗΤ. Εις πολλές· όμως και εις αυτές πρέπει οι φράσες του να έχουν κάποιαν αναλογία με τες άλλες, όπου υπάρχουν· ed essa e l'altre mossero a sua danza, e quasi velocissime faville, mi si velar di sùbita distanza. Στους πρώτους δύο στίχους, οι φράσες του ποιητή είναι φρά­σες του λαού, στον τρίτον όχι, και έχει τέχνην καλήν η μορφή των λέ­ξεων, μ' όλον τούτο είναι πάντοτε η ίδια — Io venni in loco d’ ogni luce muto - αυτή η φράσι δεν είναι του λαού, τα λόγια όμως τα καταλαβαίνει, γιατί είναι 'δικά του.
  ΣΟΦ. Δος μου κανένα παράδειγμα, για να καταλάβω εις τι τρό­πον οι λέξες, οπού φαίνονται χυδαϊκές, ημπορούν να ευγενισθούν.
  ΠΟΙΗΤ. Ευθύς· όχι ποτέ αλλάζοντας μορφή. Αλλά 'πες μου εσύ πρώτα, - sollevo, peccator, capo, pasto, forbendo, capelli, αυτά τα λόγια σού φαίνονται ευγενικά;
  ΣΟΦ. Τα τρία Τα στερνά μου φαίνονται πολύ χυδαία.
  ΠΟΙΗΤ. La bocca sollevò dal fiero pasto  - quel peccator, forbendola a' capelli - del capo ch'elli avea di retro guasto. Τώρα εκείνο το forbendo, εκείνο το pasto σου φέρνουν φρίκη ή όχι;
  ΣΟΦ. —
  ΠΟΙΗΤ. Να, λοιπόν, αν έχης ψυχή, αισθάνεσαι 'πως έτσι μεταχειρισμένα τα λόγια δεν είναι χυδαϊκά· αν δεν έχης, μήτε τα φαντάσματα της ποιήσεως βλέπεις, μήτε τα πάθη αισθάνεσαι, και με την πρόληψι, ‘που έχεις, τα λόγια σού φαίνονται χυδαϊκά.
  ΣΟΦ. Η βάσι λοιπόν, εις την οποίαν πρέπει να καλλωπίσουμε τη γλώσσα μας, αντί να είναι η ελληνική, θέλεις να είναι η τωρινή;
  ΠΟΙΗΤ. Εξ αποφάσεως.
ΣΟΦ. Και πώς ημπορεί να γείνη αυτό; Είναι τόσες διάλεκτοι στην Ελλάδα και δεν ακουόμασθε ανάμεσό μας.
  ΠΟΙΗΤ. Πόσες διάλεκτοι; Πόσες; Κύττα καλά, μη σε απα­τήση η διαφορά της προφοράς, ενώ κρίνεις τες διαλέκτους της Ελ­λάδας· δέκα λόγια, οπού εμείς έχουμε αλλοιώτικα από 'κείνα, οπού έχουν εις το Μωριά, τι πειράζουν; Έπειτα, ποίες είναι τούτες οι μεγάλες διαφορές; Εμείς λέμε πατερό, και άλλοι λένε πάτερο, εμείς λέμε ματία, και αλλού λένε ματιά, εμείς λέμε αέρας, και αλλού λένε αγέρας, εμείς ημπορούνε, και άλλου λένε ημπορούν· τι διαφορές είναι τούτες; δεν ακουόμασθε ανάμεσό μας; άφησε να το λέγουν οι Ιταλοί, οι οποίοι αλη­θινά δεν ακούονται. Έλαβες ξένον δούλον ποτέ;
  ΣΟΦ. Τους δούλους μου βγάνεις έξω;
  ΠΟΙΗΤ. Αποκρίσου, γιατί δεν ήξέρεις πού αποβλέπει η ερώτησί μου.
  ΣΟΦ. Έλαβα.
  ΠΟΙΗΤ. Όταν ωμιλούσαν τους εκαταλάβαινες;
  ΣΟΦ. —
  ΠΟΙΗΤ. Αποκρίνομαι εγώ· εγώ έλαβα δούλους ξένους, Έναν από τη Μάνη, και τον εκαταλάβαινα εξαίρετα· έναν από το Γαστούνι, έναν από τον Όλυμπο, έναν από τη Χιό, έναν από τη Φιλιππούπολι, και τους εκαταλάβαινα εξαίρετα· άκουσα να ομιλούν ανθρώπους από το Μεσο­λόγγι, από την Κωνσταντινούπολη και τα λοιπά, και τους εκαταλάβαινα τόσο, όπου σχεδόν έλεγα όπως είναι από τον τόπο μου.
  ΣΟΦ. Αμμή αυτοί ήταν αμαθέστατοι όλοι.
  ΠΟΙΗΤ. Ήταν· και ο Χριστόπουλος, οπού είναι κάθε άλλο πα­ρά αμαθέστατος, γράφει με τες λέξες αυτών.
  ΣΟΦ. Και αυτές οι λέξες...
  ΠΟΙΗΤ. Και αυτές οι λέξες είναι οι ίδιες, με τες οποίες βρίσκεις γραμμένη τη Βοσκοπούλα, ποίημα, όπου δεν είναι γυναίκα να μη γνωρίζω, και έχει στη ράχη του χρόνους διακόσιους. Είδαμε τα Κλέφτικα τυπωμένα, και γνωρίζουμε και άλλα απ' αυτά, και επαρατηρήσαμε 'πως δεν έχουν μία λέξι, 'που να μη σώζεται στη Ζάκυνθο.
  ΣΟΦ. Και η φτώχεια της γλώσσας δεν σου φέρνει σύγχυσι καμμία;
  ΠΟΙΗΤ. Πρώτον μεν, δεν άκουσα ποτέ 'πως η φτώχεια μιας γλώσσας είναι αρκετό δικαιολόγημα, για να την αλλάξουν οι σπουδαίοι· δεύτερον δε, ποίος αποφάσισε 'πως είναι φτωχή;
  ΣΟΦ. Όλοι οι σοφοί του έθνους.
  ΠΟΙΗΤ. Σοφοί; ας είναι· και οι σοφοί δεν σου φαίνονται 'πως ημπορούν να κάνουν λάθος;
  ΣΟΦ. Είναι ευκολώτερο να λανθάνεσθε εσείς.
  ΠΟΙΗΤ. Να ήταν τούτο ζήτημα σκοτεινό και καινούριο, ίσως· αλλά είναι καινούριο; εις την εποχή του Δάντη δεν εκινήθηκε κάτι πα­ρόμοιο; όλοι οι σοφοί, καθώς τους κράζεις εσύ, εκείνου του καιρού, δεν εκατάτρεξαν τον Δάντη; δεν του έλεγαν 'πως η γλώσσα είναι διεφθαρ­μένη, δυστυχισμένη, φτωχή, και 'πως δεν είναι άξια να τη γράψη άν­θρωπος, οπού έχει σοφία; δεν αυθάδιασαν να τον φωνάξουν 'πως ήπρεπε να διπλώσουν με τα συγγράμματα του το πιπέρι; Τι λοιπόν μου φέρ­νεις έξω τους σοφούς, για να με τρομάξης; δεν είχαν εις τούτο περισ­σότερη γνώσι από τους φιλοσόφους οι χυδαίοι άνθρωποι, οι οποίοι ετραγουδούσαν στους δρόμους τους στίχους του; Είναι τώρα ένας στην Ι­ταλία 'που να μη σπουδάζη, για να μάθη τη γλώσσα του Δάντη;

                                                      *              *              *

  ΣΟΦ. Εγώ σε βεβαιώνω ότι πολεμώ για την αλήθεια, και όχι για τίποτε άλλο.
  ΠΟΙΗΤ. (Πιάνοντας φιλικά το χέρι του Σοφ.) Τίμια λόγια σου εβγήκαν από το στόμα· και εγώ και εσύ πολεμούμε για την αλήθεια· αλλά συλλογίσου καλά, μήπως κυνηγώντας την αλήθειαν εις εκείνον τον τρόπο, απατήθης, σφίγγοντας εις τον κόρφο σου το φάντασμα της. Έ­λα στο νου σου, στοχάσου πόσο κακό κάνει η γλώσσα 'πού γράφετε· ως πότε θα ακολουθούν να μας κλαίγουν οι ξένοι, και να μας ξαναθυμούν τες δόξες των παλαιών μας, για να μας αυξήσουν την εντροπή; «Η δάφνη κατεμαράνθη», εφώναξε ο γενναίος, πικρότατα και αληθινά λό­για! Ναι! αλοίμονον! η δάφνη κατεμαράνθη! Έρχεται ο ξένος και βρίσκει ακόμη ζωντανές πολλές συνήθειες της Ιλιάδος· ακόμη οι γυ­ναίκες λέγουν τα μυρολόγια εις τα λείψανα, και τα φιλούν· ακόμη ο γέρος στη δυστυχία του χτυπάει το μέτωπό του με τα δυό του χέρια, και τα σηκώνει στον ουρανό, 'σαν να ήθελε να τον ερωτήση, γιατί έπε­σε τέτοια συμφορά στο κεφάλι του· ακόμη γυμνώνει το βυζί της η μά­να και ξαναθυμάει του παιδιού της το γάλα, 'που του έδωσε· ακόμη ο δούλος κάνει όρκον εις το ψωμί, 'πού τον έθρεψε. Όμως ο ξένος δεν έχει άλλα 'δικά μας να μουρμουρίσει στα χείλια του παρά «Μήνιν άοιδε, θεά», γιατί η δάφνη κατεμαράνθη. και τώρα, 'πού ξαναγίνεται νί­κη στο Μαραθώνα, δεν σώζεται φωνή ανθρώπου να ξανακάμη στη γλώσσα μας όρκον, «Μα τες ψυχές, 'πού εχάθηκαν πολεμώντας!» για­τί η δάφνη κατεμαράνθη (ο ποιητής κλαίει).
  ΣΟΦ. (γελάει) Σε παρακαλώ να θυμηθής τα λόγια τα πικρά 'πού μου είπες.
  ΠΟΙΗΤ. Συγχώρεσέ με· έχω εύκολο το χείλο και δεν έχω κακή την καρδιά· συγχώρεσε με, σου λέγω.
  ΣΟΦ. 'Πες 'πως τα ξαστόχησα όλα.
  ΠΟΙΗΤ. Όχι όλα, αδελφέ αγαπημένε, μα τη μνήμη του Μπότσαρι, μη τα ξαστόχησες όλα! Τόσοι πατέρες έχουν εις τη διδασκαλία σου τα παιδιά τους, και ελπίζουν να τα κάμης ασπίδες της πατρίδας, και μην θέλης να πάρης το κρίμα στο λαιμό σου. δεν είναι εντροπή να φανέ­ρωση άλλος άνθρωπος 'πως έσφαλε, μάλιστα θέλη σ' επαινέση κάθε γεν­ναίος, και εγώ σου δίνω στο μέτωπο το φιλί της ειρήνης.
  ΣΟΦ. Εμείς, εμείς θέλει σηκώσουμε τους στύλους της γλώσσας, τώρα 'που η ελευθερία...
  ΠΟΙΗΤ. Δεν υποφέρεσαι πλέον! Εσείς, εσείς θέλει σηκώσετε τους ίδιους στύλους, οπού έστησε περνώντας από την Παλαιστίνην ο Σέσωστρις! Δεν υποφέρεσαι πλέον! Εσύ ομιλείς για ελευθερία; Εσύ, οπού έχεις αλυσωμένον τον νουν σου από όσες περισπωμένες εγράφθηκαν από την εφεύρεσι της ορθογραφίας έως τώρα, εσύ ομιλείς για ελευθε­ρία; Είδαμε το όφελος, όπου εκάμετε με τα φώτα σας εις την επανάστασι της Ελλάδας· ακούσαμε ποιητάδες ανόητους, 'που ήθελαν να αθανατίσουν τους Ήρωες και οι 'παινεμένοι Ήρωες Δεν εκαταλάβαιναν λέξι· ακούσαμε πεζούς σκοτεινόμυαλους, οι οποίοι επροσπαθούσαν να ανάψουν φλόγα πολέμου εις τον λαό, και αρχινούσαν με τη λέξη Προτροπή. Και πώς; δ λαός της Ρώμης έτρεχε ν' ακούση τον Κικέρωνα, γιατί δεν εκαταλάβαινε τίποτε; γιατί Δεν εκαταλάβαινε τίποτε, εδιώρθωνε ο λαός τον Δημοσθένη, ο όποιος έπαιξε επιταυτού με τη λέξι σφαλμένη; γιατί δεν εκαταλάβαινε τίποτε εθαύμασε, όταν εδιάβασε την Ιστορία του ο Η­ρόδοτος, κ' έκλαιγε ωστόσο ακούγοντας την ο Θουκυδίδης, όπου ήταν δεκατρίων χρονών; και γιατί δεν εκαταλάβαιναν τίποτε, εκφωνούσαν οι Σπαρτιάτες, τρέχοντας εις την μάχη, τα πολεμικά τραγούδια του Τυρ­ταίου, και αισθάνονταν τραγουδώντας και άλλην ψυχή μες στα στήθια τους; Ω νέοι συμμαθητάδες μου, πώς ημπορείτε να λάβετε ποτέ ελπί­δα να τραγουδήσουν και τα 'δικά σας, εάν σάς τρυπούν τ' αυτιά οι δι­δάσκαλοι σας με βρώματα, με θούριον, και με παρόμοια; Ω Σοφολογιώτατοι! αυτά είναι τα μαθήματα, οπού τους δίνετε, και θέλετε να τους φωτίσετε! τόσο κάνει να τους φωτίσετε με μία φούχτα στάχτη στα μά­τια! Σας δίνω όμως την είδηση ότι ετέλειωσε το βασίλειόν σας εις την Ελλάδα με των Τούρκων το βασίλειο. Ετέλειωσε, και ίσως αναθεματίστε την ώρα της Επαναστάσεως· όχι, όχι, η Ευρώπη, οπού έχει προση­λωμένα εις εμάς τα μάτια της, για να ιδή τι κάνουμε τώρα, όπου συντρί­βουμε τες άλυσες της σκλαβιάς δεν θέλει μας ιδή ποτέ να υποταχθούμε εις τριάντα τυράννους ξύλινους!
  ΦΙΛ. Σώπα γιατί μαζώνεται ο λαός.
  ΠΟΙΗΤ. Δεν με μέλει, ας μαζωχθή· μάλιστα ας μαζωχθή ο λαός της Ελλάδας όλης, για να τον ακούση ο Σοφολογιώτατος πώς ομιλεί· ας μαζωχθή, για να τον φωνάξω όσο δύναμαι δυνατώτερα, πόσο είναι αδικημένος εις το σκήπτρο της γλώσσας, το οποίον του έδωκε η φύσι. Εγνώρισε τη δύναμι αυτού του σκήπτρου ο Σωκράτης, την εγνώρισε ο Κικέρων, την εγνώρισε ο Σπερόνης, την εγνώρισαν όλοι οι σοφοί κάθε έθνους, και κάθε καιρού, και τούτος θέλει να τό αδράξη από τα χέρια του, να το τσακίση και να του δώση άλλο βρυκολακίστικο!
  ΣΟΦ. Αλλά. Κύριε...
  ΠΟΙΗΤ. Αλλά, Κύριε, δεν θέλει τό τσακίσετε ποτέ· οι ανδρείοι θέλει τό μεταχειρισθούν εις την πλάτη σας, καθώς ο Οδυσσέας εμεταχειρίσθηκε το δικό του εις την πλάτη του Θερσίτη.
  ΣΟΦ. Αλλά, Κύριε...
  ΠΟΙΗΤ. Αλλά, Κύριε, δεν ηξέρεις τι συλλογίζεσαι. Να αλλάξης τη γλώσσα ενός λαού! Σύρε, λοιπόν, τριγύρισε την Ελλάδα, σύρε ναύρης την κόρη, και πες της με τι λόγια πρέπει να λέγη ότι η ευμορφότερη ευμορφιά του κορμιού της είναι η τιμή· άμε ναύρης τους πολεμάρ­χους, ψηλάφησέ τους τες λαβωματιές, και πες τους ότι πρέπει να τες λεν τραύματα· άμε ναύρης τον ασπρομάλλη, ο οποίος θυμάται πόσον αίμα μάς ερούφηξεν ο Αλής, και 'πες του με τι λόγια πρέπει να παρασταίνη βρέφη, παρθένες, γέροντες αδικοσκοτωμένους εξήντα χιλιάδες· άμε ναύρης τους δυστυχέστατους Χιώτες, οι οποίοι παραδέρνουν εδώ κ' εκεί, και όταν κουρασθούν κάθονται, ίσως, εις κανένα έρημο ακρογιάλι και ψάλλουν με λόγια 'δικά τους, «επί τον ποταμόν Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμε και εκλαύσαμε».
  ΣΟΦ. Αλλά, Κύριε...
  ΠΟΙΗΤ. Αλλά, Κύριε, δεν σ' αφίνω να ομιλής πλέον. Άλλην έγνοια, δεν έχετε παρά να διακονεύετε λέξες με τα κεφάλια σας· και τα κεφάλια σας είναι άλαλα και ξερά, ωσάν τα κρανία, 'που κοιμούνται στα χώματα. Θέλει άλλο παρά λέξες διακονεμένες για να ωφελήσης έναν λαό, ο οποίος πολεμάει για την ελευθερία, οπού έχασε από αιώνες, και κάνει τέρατα! Είναι δύο φλόγες, διδάσκαλε, μία στο νου, άλλη στην καρδιά, αναμμένες από τη φύσι εις κάποιους ανθρώπους οι οποίοι εις διάφορες εποχές διαφορετικά μέσα μεταχειρίζονται για ν' απολαύσουν τα ίδια αποτελέσματα· και από τη γη πετιούνται στον ουρανό, και από τον ουρανό πετιούνται στον Άδη, και ζωγραφίζουν εικόνες και πάθη, παρόμοια μ' εκείνα, οπού είναι σπαρμένα από τη φύσι στον κόσμο· και αγαπούν και σέβονται, και λατρεύουν την τέχνη τους, ωσάν το πλέον ακριβό πράγμα της ζωής, και ομοιώνονται με τα συμβεβηκότα, 'που πε­ριγράφουν, και κάνουν τους άλλους και γελούν, και κλαίουν, και ελπί­ζουν, και φοβούνται, και δειλιάζουν, και ανατριχιάζουν, και δεν αφίνουν αναίσθητες παρά τες πέτρες και σε.
  ΣΟΦ. (Ομιλώντας 'γλήγορα). Καλά, καλά, αλλά 'λίγοι γνωρίζουν την παλαιάν ορθογραφία.
  ΠΟΙΗΤ. Χαίρετε, λοιπών, θείοι τόνοι, οξείες, βαρείες, περισπωμένες! χαίρετε ψιλές, δασείες, στιγμές, μεσοστιγμές, ερωτηματικές, χαίρετε! Ο κόσμος τρέμει τη δύναμί σας, και ουδέ ποιητής, ουδέ λογογράφος ημπορεί να γράψη λέξι, χωρίς πρώτα να σας υποταχθή. Εσείς εμπνεύσετε, πριν γεννηθήτε, τον Όμηρο, όταν ετραγουδούσε την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, τους Ύμνους, και ο λαός της Ελλάδας τον επερικύκλωνε και τον εκαταλάβαινε· εσείς τον εμπνεύσετε, όταν περιγράφη τον αποχαιρετισμό του Έκτορος εις την Ανδρομάχη, και το τέκνο του τον φοβάται και κρύβεται· εσείς τον εμπνεύσετε, όταν περιγράφη τον δυστυχισμένον βασιλέα της Τρωάδας, 'που παγαίνει στον Αχιλλέα, και πέφτει στα πόδια του, και του φιλεί τα χέρια, οπού του είχαν ολίγο προτήτερα σκοτώσει το ακριβώτερό του παιδί· εσείς εμπνεύσετε τον Δάντη, όταν ετραγουδούσε τον Ουγολίνο με μίαν δύναμι, 'που δεν βρίσκω παρόμοιαν εις όλη την ποίησι των παλαιών· εσείς τον Σέϊκσπηρ, όταν έπαράσταινε τον Λέαρ, τον Άμλετ, τον Οτέλλο, τον Μάκβεθ, και ανατρίχιαζεν όλος ο κόσμος της Αγγλίας· εσείς τον Ρασίν, εσείς τον Γοέθ, εσείς τον Πίνδαρο, οπού ήταν στενοχωρημένος από τους σοφολογιώτατους του καιρού του να τους κράζη κοράκους. Κοράκοι, όλοι κοράκοι αληθινοί, και χειρότεροι από τον κόρακα, οπού έβγήκε από την Κιβωτό, και έθρεφότουν από τα λείψανα, όπου είχε αφήσει ο κατακλυσμός του Κόσμου.
  ΣΟΦ. (κοιτάζει στα μάτια τον ποιητή και φεύγει).
  ΦΙΛ. Είμαι βέβαιος ότι του φαίνεται 'πως σ' εχαιρέτησε, τόσο εί­ναι καταζαλισμένος! Δεν ηξέρει τι ν' αποκριθή, όμως δεν τον εκατάπεισες. Τρέχει να ξαναπή αλλού τί είναι γλώσσα διεφθαρμένη.
  ΠΟΙΗΤ. (Κυττάζοντας κατά το Μωριά). Ο ήλιος έχει συναγμένες τες υστερινές του αχτίνες εκεί.
  ΦΙΛ. Θυμήσου τα λόγια της Θείας Γραφής· να μη σ' εύρη θυμωμένον ο ήλιος οπού πέφτει.
  ΠΟΙΗΤ. Αγιώτατα λόγια! και προσπαθώ, στη ζωή μου, να τα θυμούμαι, όσον δυνατόν περισσότερο· αλλά κάθε φορά, 'που φιλονεικήσω με τους Σοφολογιώτατους, οι οποίοι προσπαθούν να τυφλώσουν το γένος, τέτοια λόγια μου βγαίνουν ολότελα από τό νου.
  ΦΙΛ. Έχεις προσηλωμένα τα μάτια σου εκεί, και τόσο αναμμένος είσαι στό πρόσωπο, και τόσο σου τρέμουν τα μέλη, οπού φαίνεται 'πως ετοιμάζεσαι να πας εκεί πέρα να πολεμήσης.
  ΠΟΙΗΤ. Μου πονεί η ψυχή μου· οι δικοί μας χύνουν τό αίμα τους αποκάτου από τό Σταυρό, για να μας κάμουν ελεύθερους, και τούτος, και όσοι του ομοιάζουν, πολεμούν, γι' ανταμοιβή, να τους σηκώσουν τη γλώσσα.