ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Ο ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυό ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα
γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τη γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους.
Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, –ψιθύρισε μόνος τους–
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα
γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τη γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους.
Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, –ψιθύρισε μόνος τους–
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».
Η ΛΑΜΠΑ ΤΟΥ
Η λάμπα είναι ήμερη, καλόβολη· την προτιμάει
από άλλους φωτισμούς. Ρυθμίζεται το φως της
ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής, ανάλογα
με την αιώνια, ανομολόγητην επιθυμία. Και πάντα,
η μυρωδιά του πετρελαίου, μια λεπτή παρουσία
πολύ διακριτική, τις νύχτες, σαν γυρνάει μονάχος
με τόση κούραση στα μέλη, τόση ματαιότητα
στην ύφανση του σακακιού του, στις ραφές της τσέπης
τόσο που κάθε κίνηση να μοιάζει περιττή κι αφόρητη –
η λάμπα, μιά απασχόληση και πάλι· – το φιτίλι,
το σπίρτο, η φλόγα η κινδυνεύουσα (με τις σκιές της
στην κλίνη, στο γραφείο, στους τοίχους) και προπάντων
εκείνο το γυαλί – η εύθραυστη διαφάνειά του,
που σε μιά απλή κι ανθρώπινη χειρονομία, απ’ την αρχή,
σε υποχρεώνει: να προφυλαχτείς ή και να προφυλάξεις.
Η ΛΑΜΠΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ
ΛΥΚΑΥΓΕΣ
Καλησπέρα, λοιπόν· οι δυό τους πάλι, ενώπιος ενωπίω,
η λάμπα του κι αυτός, – την αγαπάει, κι ας φαίνεται
αδιάφορος κι αυτάρεσκος· κι όχι μονάχα
γιατί τον εξυπηρετεί, μα πιότερο, και ιδίως,
γιατί αξιώνει τις φροντίδες του· – λεπτή επιβίωση
αρχαίων ελληνικών λυχνιών, μαζεύει γύρω της
μνήμες κι ευαίσθητα έντομα της νύχτας, απαλείφει
ρυτίδες των γερόντων, μεγεθύνει τα μέτωπα,
μεγαλύνει τις σκιές εφηβικών σωμάτων, επιστρώνει
μ’ ένα μειλίχιο φέγγος τη λευκότητα κενών σελίδων
ή το κρυμμένο πορφυρό των ποιημάτων· κι όταν,
κατά το λυκαυγές, το φως της ωχριάζει και ταυτίζεται
με το τριανταφυλλί της μέρας, με τους πρώτους θορύβους
απ’ τα ρουλά των μαγαζιών, τα χειραμάξια, τους οπωροπώλες,
είναι μιά εικόνα απτή της ίδιας του αγρυπνίας, κι ακόμη
μιά γυάλινη γέφυρα, που πάει απ’ τα γυαλιά του
ώς το γυαλί της λάμπας, κι από κει στα τζάμια
του παραθύρου, ώς έξω, όλο πιο πέρα –
γυάλινη γέφυρα που τον κρατεί πάνω απ’ την πολιτεία,
μέσα στην πολιτεία, στην Αλεξάνδρειά του, ενώνοντας,
με τη δική του τώρα βούληση, τη νύχτα και τη μέρα.
ΤΟ ΣΒΗΣΙΜΟ ΤΗΣ ΛΑΜΠΑΣ
Έρχεται η ώρα της μεγάλης κόπωσης. Θαμβωτική πρωία,
προδοτική· – δείχνει το τέλος κι άλλης νύχτας του,
υπερθεματίζει
υπερθεματίζει
τη στιλπνή τύψη του καθρέφτη, σκάβοντας μνησίκακα
τις χαρακιές δίπλα στα χείλη και στα μάτια. Τώρα,
δεν ωφελεί η προσήνεια της λάμπας ή το κλείσιμο των
παραπετασμάτων.
Συνείδηση άκαμπτη του τέλους πάνω στα σεντόνια όπου
ψυχραίνει
ψυχραίνει
το θερμό χνώτο θερινής νυκτός, και μένουν μόνον λίγοι κρίκοι
πεσμένοι από νεανικούς βοστρύχους –μιά κομμένη αλυσίδα–
η ίδια εκείνη αλυσίδα – ποιός τη σφυρηλάτησε; Όχι,
δεν ωφελεί η ανάμνηση μήτε κι η ποίηση. Κι ωστόσο,
την ύστατη στιγμή, πριν κοιμηθεί, σκύβοντας πάνω απ’ το
γυαλί
της λάμπας
να φυσήσει τη φλόγα της, να σβήσει πια κι αυτή,
αντιλαμβάνεται
αντιλαμβάνεται
ότι φυσάει κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας
μιά λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το
χνώτο – ο στεναγμός της ύλης.
Ωραία που η καπνιά της λάμπας ευωδιάζει το δωμάτιό του
τα χαράματα.
τα χαράματα.
ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ ΤΟΥ
Ανάμεσα στα μάτια του και τ’ αντικείμενα στέκονταν πάντα
τα ερμητικά γυαλιά του, τα προσεχτικά, τ’ αφηρημένα,
τα εποπτικά κι εκλεκτικά – γυάλινο φρούριο απρόσωπο,
φράγμα και παρατηρητήριο – δυό υδάτινες τάφροι
γύρω στο μυστικό, το απογυμνωτικό το βλέμμα, ή μάλλον
δυό δίσκοι ζυγαριάς που στέκεται –περίεργο– όχι κάθετη
αλλά οριζόντια. Κι έτσι πια, μιά ζυγαριά οριζόντια
τί θα μπορούσε να κρατήσει εξόν απ’ το κενό, κι εξόν
από τη γνώση του κενού, γυμνή, κρυστάλλινη,
απαστράπτουσα
απαστράπτουσα
και πάνω στη στιλπνότητά της η πομπή ν’ αντανακλάται
των έσω κι έξω του ινδαλμάτων σε μιά ζυγιασμένη ενότητα
τόσο υλική, τόσο άφθαρτη, που ακέριο το κενό αναιρούσε.
ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ
«Έκφραση –λέει– δε σημαίνει να πεις κάτι,
αλλά απλώς να μιλήσεις· και το να μιλήσεις
σημαίνει ν’ αποκαλυφθείς· – πώς να μιλήσεις;»
Κι έγινε τότε τόσο διάφανη η σιωπή του
που κρύφτηκε όλος πίσω από την κουρτίνα
κάνοντας πως κοιτάζει απ’ το παράθυρο.
Μα, ως νά ’νιωσε το βλέμμα μας στη ράχη του,
έστρεψε βγάζοντας το πρόσωπό του απ’ την κουρτίνα
σα να φορούσε ένα λευκό, μακρύ χιτώνα,
κάπως αστείον, κάπως παράταιρον στην εποχή μας,
και τό ’θελε (ή το προτιμούσε) ίσως νομίζοντας
πως έτσι, κατά κάποιο τρόπο, θα παραπλανούσε
την υποψία μας, την εχθρότητά μας ή τη λύπη μας
ή πως μας χορηγούσε κάποιο πρόσχημα
για τον μελλοντικό (που ’χε μαντέψει) θαυμασμό μας.
ΠΕΡΙ ΜΟΡΦΗΣ
Είπε: «Η μορφή δεν εφευρίσκεται μήτε επιβάλλεται·
εμπεριέχεται στην ύλη της κι αποκαλύπτεται κάποτε
στην κίνησή της προς την έξοδο». Κοινοτοπίες, είπαμε,
αοριστολογίες – τί αποκαλύψεις τώρα; Αυτός δε μίλησε άλλο·
έκλεισε το σαγόνι του μέσα στα δυό του χέρια σα μιά λέξη
εντός εισαγωγικών. Το τσιγάρο του αμφίθυμο απόμεινε
στα κλεισμένα του χείλη – μιά λευκή φλεγόμενη κεραία
αντί αποσιωπητικών, που πάντα τα παρέλειπε εκ συστήματος
(ή μήπως ασυναίσθητα;) αποσιωπώντας τη σιωπή του.
Στη στάση αυτή, μας φάνηκε, έτσι αόριστα, πως αγρυπνούσε
σ’ ένα μικρό, σιδηροδρομικό σταθμό, κάτω απ’ το υπόστεγο,
εκεί που συναντιούνται στιγμιαία, μιά νύχτα του χειμώνα,
μοναχικοί ταξιδιώτες, μ’ εκείνη τη γεύση του κάρβουνου
απ’ το ακατόρθωτο του ταξιδιού, κι απ’ το αμοιβαίο απέραντο
της μυστικής τους προαιώνιας φιλίας. Ο καπνός του τραίνου
στεκόταν ήσυχος πάνω απ’ τους δυό οριζόντιους κώνους
των προβολέων, συμπαγής και γλυπτικός, ανάμεσα
σε δυό χωρισμούς. Αυτός έσβησε το τσιγάρο του κι έφυγε.
ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ
Αυτά τα διφορούμενά του, αφόρητα· μας βάζουν σε δοκιμασία·
κι ο ίδιος επίσης δοκιμάζεται· προδίδεται ολοφάνερα
η ασάφειά του, ο δισταγμός του, η άγνοια, η δειλία του
κι η έλλειψη σταθερών αρχών. Σίγουρα, πάει να μας εμπλέξει
στην ίδια του περιπλοκή. Κι αυτός κοιτούσε κάπου πέρα
γενναιόφρων τάχα κι επιεικής (Όπως αυτοί που ’χουν ανάγκη
επιεικείας
επιεικείας
μ’ ολόλευκο πουκάμισο, μ’ άψογο μολυβί κοστούμι
κι ένα χρυσάνθεμο στην κομβιοδόχη. Ωστόσο
σαν έφυγε, στη θέση όπου στεκόταν, διακρίναμε στο πάτωμα
μιά μικρή, κατακόκκινη λίμνη, ωραία σχεδιασμένη,
σαν χάρτης περίπου της Ελλάδος, σαν μικρογραφία της
υδρογείου,
υδρογείου,
μ’ αρκετές αφαιρέσεις και μεγάλες ανακρίβειες συνόρων,
–με σύνορα σχεδόν σβησμένα μες στου χρώματος την
ομοιομορφία–
ομοιομορφία–
μιά υδρόγειος σ’ ένα κατάκλειστο, λευκό σχολείο, μήνα
Ιούλιο,
που λείπουν όλοι οι μαθητές, σε μιά εξοχή εκτυφλωτική,
παραθαλάσσια.
παραθαλάσσια.
ΛΥΚΟΦΩΣ
Την ξέρεις κείνη τη στιγμή του θερινού λυκόφωτος
μες στο κλειστό δωμάτιο· μιά ελάχιστη ρόδινη ανταύγεια
διαγώνια στο σανίδωμα της οροφής· και το ποίημα
ημιτελές επάνω στο τραπέζι – δυό στίχοι όλο όλο,
μιά αθετημένη υπόσχεση για ένα εξαίσιο ταξίδι,
για κάποια ελευθερία, κάποια αυτάρκεια,
για κάποια (σχετική, φυσικά) αθανασία.
Έξω στο δρόμο, η επίκληση κιόλας της νύχτας,
οι ανάλαφροι ίσκιοι θεών, ανθρώπων, ποδηλάτων,
όταν σκολάνε τα γιαπιά, κι οι νέοι εργάτες
με τα εργαλεία τους, με τα βρεγμένα, ακμαία μαλλιά τους,
με λίγες πιτσιλιές ασβέστη στα φθαρμένα τους ρούχα
χάνονται στων εσπερινών ατμών την αποθέωση.
Οκτώ κρίσιμοι κτύποι στο εκκρεμές, πάνω απ’ τη σκάλα,
σ’ όλο το μάκρος του διαδρόμου – κτύποι αμείλικτοι
από σφυρί επιτακτικό, κρυμμένο πίσω από το κρύσταλλο
το σκιασμένο· και ταυτόχρονα ο αιώνιος θόρυβος
εκείνων των κλειδιών που δεν κατόρθωσε ποτέ του
να εξακριβώσει αν ξεκλειδώνουν ή αν κλειδώνουν.
ΥΣΤΑΤΗ ΩΡΑ
Ένα άρωμα έμενε στην κάμαρά του, ίσως μονάχα
απ’ την ανάμνηση, μπορεί κι απ’ το παράθυρο
μισάνοιχτο στην εαρινή βραδιά. Ξεχώρισε
τα πράγματα που θά ’παιρνε μαζί του. Σκέπασε
μ’ ένα σεντόνι τον μεγάλο καθρέφτη. Κι ακόμη
στα δάχτυλά του εκείνη η αφή ευμελών σωμάτων
κι η αφή, η μοναχική, της πένας του – όχι αντίθεση·
υπέρτατη ένωση της ποιήσεως. Δεν ήθελε
να απατήσει κανέναν. Πλησίαζε το τέλος. Ρώτησε
ακόμη μιά φορά: «Ευγνωμοσύνη τάχα, ή θέληση
ευγνωμοσύνης;» Κάτω απ’ το κρεβάτι του πρόβαιναν
γεροντικές οι παντόφλες του. Δε θέλησε
να τις σκεπάσει – (ω, βέβαια, άλλοτε). Μονάχα,
σαν έβαλε το κλειδάκι στην τσέπη του γιλέκου του,
κάθισε πάνω στη βαλίτσα του, καταμεσής της κάμαρας,
ολομόναχος, κι άρχισε να κλαίει, γνωρίζοντας,
πρώτη φορά με τόση ακρίβεια, την αθωότητά του.
ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
Πολλοί τον διεκδικούσαν, διαπληκτίζονταν τριγύρω του,
μπορεί κι εξαιτίας του κοστουμιού του – παράξενο κοστούμι,
επίσημο, επιβλητικό, με κάποια χάρη ωστόσο,
με κάποιο αέρα, σαν εκείνα τα φανταστικά των θεών
όταν συναναστρέφονταν ανθρώπους – μεταμφιεσμένοι,
κι ενώ μιλούσαν τα κοινά, με κοινή γλώσσα, αιφνίδια
φούσκωνε μια πτυχή του ενδύματός τους απ’ το χνώτο
του απείρου ή του υπερπέραν – όπως λένε.
Διαπληκτίζονταν, λοιπόν. Αυτός τί νά ’κανε; Του σκίσαν
ρούχα κι εσώρουχα, του σπάσαν και τη ζώνη. Απόμεινε
ένας κοινός, γυμνός θνητός, σε στάση συστολής. Οι πάντες
τον εγκατέλειψαν. Κι εκεί ακριβώς μαρμάρωσε. Μετά
από χρόνια,
από χρόνια,
στη θέση αυτή ανακάλυψαν ένα περίλαμπρο άγαλμα
γυμνό, υπερήφανο, υψηλό, από πεντελίσιο μάρμαρο,
του Αιώνιου Εφήβου του Αυτοτιμωρούμενου – έτσι
το αποκάλεσαν·
το αποκάλεσαν·
το σκέπασαν με μιά μακριά λινάτσα, κι ετοιμάζανε
μια τελετή πρωτοφανή για τα δημόσια αποκαλυπτήρια.
ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ
Αυτός που πέθανε, ήταν, πράγματι, έξοχος,
μοναδικός· μας άφησε ένα μέτρο υπέροχο
να μετρηθούμε και προπάντων να μετρήσουμε
το γείτονά μας· – ο ένας τόσος δα
πολύ κοντός, ο άλλος στενός, ο τρίτος
μακρύς σαν ξυλοπόδαρος· κανένας
με κάποια αξία· τίποτα, μα τίποτα.
Μονάχα εμείς που χρησιμοποιούμε επάξια
αυτό το μέτρο –μα ποιό μέτρο λέτε;–
αυτό ’ναι η Νέμεσις, το ξίφος του Αρχαγγέλου,
το ακονίσαμε κιόλας, και τώρα μπορούμε
αράδα ν’ αποκεφαλίζουμε τους πάντες.
ΑΘΗΝΑ,
Φθινόπωρο 1963.
Από το βιβλίο: Γιάννης
Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Θ΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 177-186.
No comments:
Post a Comment